ἀνεψιός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0228.png Seite 228]] ὁ, Geschwistersohn (Andoc. 1, 47 [[οὗτος]] ἀν. [[ἐμός]]· ἡ [[μήτηρ]] ἡ ἐκείνου καὶ ὁ πατἡρ ὁ ἐμὸς ἀ[[δελφοί]], u. nachher ἀν. καὶ [[οὗτος]] τοῦ πατρός· αἱ μητέρες ἀδελφαί) von Hom. an [der Il. 15, 554 in ἀνεψιοῦ das ι lang braucht] überall; auch allgem. entferntere Blutsverwandte, Vetter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0228.png Seite 228]] ὁ, Geschwistersohn (Andoc. 1, 47 [[οὗτος]] ἀν. [[ἐμός]]· ἡ [[μήτηρ]] ἡ ἐκείνου καὶ ὁ πατἡρ ὁ ἐμὸς ἀ[[δελφοί]], u. nachher ἀν. καὶ [[οὗτος]] τοῦ πατρός· αἱ μητέρες ἀδελφαί) von Hom. an [der Il. 15, 554 in ἀνεψιοῦ das ι lang braucht] überall; auch allgem. entferntere Blutsverwandte, Vetter.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cousin germain ; cousin.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀνέπτιος, ἀ- cop., νεπ- ; cf. <i>lat.</i> nepos.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεψιός''': ὁ πρῶτος [[ἐξάδελφος]] ἢ ἐν γένει [[ἐξάδελφος]], Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. [[ἀνεψιά]]. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, [[ἀνεψιός]], Ἡρόδ. 7. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ [[ἀνεψιός]], -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ [[θεῖος]], [[θεία]]. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ [[Ὅμηρος]] ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[νέποδες]], ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô ([[συγγενής]]), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt ([[ἀδελφή]]), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21).
|lstext='''ἀνεψιός''': ὁ πρῶτος [[ἐξάδελφος]] ἢ ἐν γένει [[ἐξάδελφος]], Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. [[ἀνεψιά]]. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, [[ἀνεψιός]], Ἡρόδ. 7. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ [[ἀνεψιός]], -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ [[θεῖος]], [[θεία]]. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ [[Ὅμηρος]] ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[νέποδες]], ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô ([[συγγενής]]), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt ([[ἀδελφή]]), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cousin germain ; cousin.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀνέπτιος, ἀ- cop., νεπ- ; cf. <i>lat.</i> nepos.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth