ἀμφίστημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0144.png Seite 144]] (s. [[ἵστημι]]), umherstellen, Iliad. 18, 344 Od. 8, 434 ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; in beiden Stellen folgt λοετροχόον τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ; – med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen, κλαίων ἀμφίσταθ' [[ὅμιλος]] Il. 24, 712; vgl. 11, 733; ἀμφέσταν ἑταῖροι 18, 233; ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν κοῦραι Od. 24, 58; mit dat. κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστανται Soph. El. 185; mit acc. ἀμφεστᾶσι λόγχαις [[πεδίον]] O. C. 1314; [[ὄτοβος]] ἀμφίσταται, Lärm erhebt sich ringsum, 1475. – Bei Sp. auch = untersuchen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0144.png Seite 144]] (s. [[ἵστημι]]), umherstellen, Iliad. 18, 344 Od. 8, 434 ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; in beiden Stellen folgt λοετροχόον τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ; – med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen, κλαίων ἀμφίσταθ' [[ὅμιλος]] Il. 24, 712; vgl. 11, 733; ἀμφέσταν ἑταῖροι 18, 233; ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν κοῦραι Od. 24, 58; mit dat. κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστανται Soph. El. 185; mit acc. ἀμφεστᾶσι λόγχαις [[πεδίον]] O. C. 1314; [[ὄτοβος]] ἀμφίσταται, Lärm erhebt sich ringsum, 1475. – Bei Sp. auch = untersuchen.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.2 et pf.</i><br />placer debout autour ; <i>intr.</i> se placer <i>ou</i> se tenir debout autour;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀμφίσταμαι se tenir debout devant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίστημι''': [[περιίστημι]]: πιθανῶς ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς μόνον καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀμφίσταμαι μετὰ τοῦ ἀμεταβ. ἀορ. ἀμφέστην, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀμφέσταν, συγκεκομμ. γ΄ πληθ. προσ. τοῦ πρκμ. ἀμφεστᾶσι: - ἵσταμαι [[πέριξ]], ἀπολ. φίλοι δ’ ἀμφέσταν ἑταῖροι Ἰλ. Σ. 233· κλαίων δ’ ἀμφίσταθ’ [[ὅμιλος]] Ω. 712· μ. αἰτ., ἀμφὶ δέ σ’ ἔστησαν (ἐν τμήσει) Ὀδ. Ω. 58· [[πεδίον]] ἀμφεστᾶσι πᾶν Σοφ. Ο. Κ. 1312, πρβλ. Αἴ. 724: μ. δοτ., ἀμφίσταμαι τραπέζαις ὁ αὐτ. Ἠλ. 192. ΙΙ. μέσ., [[ἀνιχνεύω]], ἀνερευνῶ, Ἡρακλ. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 125· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ἀμπιστατὴρ ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]])· [[ἐξεταστής]].
|lstext='''ἀμφίστημι''': [[περιίστημι]]: πιθανῶς ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς μόνον καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀμφίσταμαι μετὰ τοῦ ἀμεταβ. ἀορ. ἀμφέστην, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀμφέσταν, συγκεκομμ. γ΄ πληθ. προσ. τοῦ πρκμ. ἀμφεστᾶσι: - ἵσταμαι [[πέριξ]], ἀπολ. φίλοι δ’ ἀμφέσταν ἑταῖροι Ἰλ. Σ. 233· κλαίων δ’ ἀμφίσταθ’ [[ὅμιλος]] Ω. 712· μ. αἰτ., ἀμφὶ δέ σ’ ἔστησαν (ἐν τμήσει) Ὀδ. Ω. 58· [[πεδίον]] ἀμφεστᾶσι πᾶν Σοφ. Ο. Κ. 1312, πρβλ. Αἴ. 724: μ. δοτ., ἀμφίσταμαι τραπέζαις ὁ αὐτ. Ἠλ. 192. ΙΙ. μέσ., [[ἀνιχνεύω]], ἀνερευνῶ, Ἡρακλ. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 125· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ἀμπιστατὴρ ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]])· [[ἐξεταστής]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.2 et pf.</i><br />placer debout autour ; <i>intr.</i> se placer <i>ou</i> se tenir debout autour;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀμφίσταμαι se tenir debout devant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἵστημι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth