ἀνθινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
(1a)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> végétal;<br /><b>II.</b> de fleurs :<br /><b>1</b> préparé avec des fleurs;<br /><b>2</b> brodé;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> semblable à des fleurs, fleuri, florissant, frais.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθινός''': -ή, -όν, καὶ ἄνθινος, η, ον, ([[ἄνθος]]) ὁ ἐξ ἀνθέων ἢ [[ὅμοιος]] ἄνθεσιν, ἀνθίζων, [[δροσερός]], [[ὡραῖος]], ὡς τὸ [[ἀνθηρός]]: ἐν Ὀδ. Ι. 84 ὁ [[ἐδώδιμος]] [[λωτὸς]] καλεῖται ἄνθινον [[εἶδαρ]], [[ἔνθα]] πιθανῶς ἐννοεῖται φυτικὴ τροφὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ζωϊκήν, «τροφὴ ἐξ ἀνθέων» Σχόλ.· κυκεῶνα ἄνθινον πινέτω, [[ποτὸν]] ἐκ διαφόρων ἀνθέων, Ἱππ. 538. 27· τριμμάτιον Σωτάδ. παρ’ Ἀθην. 293G· ἀνθ. [[εὐωδία]] Πλούτ. 2. 645Ε. ΙΙ. [[ἀνθηρός]], ἔχων λαμπρὸν [[χρῶμα]], Λατ. floridus, ἐπὶ γυναικείων ἐνδυμάτων, ἐσθῆτες, στολὴ Πλούτ. 2. 278Α, 304D, Ἀθήν. 528Ε· τὰ ἀνθινὰ (δηλ. ἱμάτια), ἐνδύματα ποικιλόχροα ἢ χρωμάτων ἀνθηρῶν, [[ἅπερ]] ἐφόρουν αἱ ἑταῖραι ἐν Ἀθήναις, Φίλαρχ. 45· πρβλ. [[ἀνθοφορέω]] ΙΙ. 2) [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἐνδυμάτων [[ἅπερ]] ἐφόρουν οἱ Σάτυροι κατὰ τὰ [[Ἀνθεστήρια]]· τὴν φιλοσοφίαν ἀνθινὰ ἐνέδυσεν, διὰ ποικιλοχρόων ἐνδυμάτων, περὶ τοῦ Βίωνος, [[ὅστις]] τὰ παραγγέλματα [[αὐτοῦ]] ἐξέφερε διὰ σαρκαστικῶν στίχων, οἵους μετεχειρίζοντο ἐν τῷ σατυρικῷ δράματι, Διογ. Λ. 4. 52, πρβλ. Στράβ. 15. - Πρβλ. Βελκέρ. προοίμ. εἰς Θέογν. LXXVII κἑξ. καὶ ἴδε [[ἄνθος]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἀνθινός''': -ή, -όν, καὶ ἄνθινος, η, ον, ([[ἄνθος]]) ὁ ἐξ ἀνθέων ἢ [[ὅμοιος]] ἄνθεσιν, ἀνθίζων, [[δροσερός]], [[ὡραῖος]], ὡς τὸ [[ἀνθηρός]]: ἐν Ὀδ. Ι. 84 ὁ [[ἐδώδιμος]] [[λωτὸς]] καλεῖται ἄνθινον [[εἶδαρ]], [[ἔνθα]] πιθανῶς ἐννοεῖται φυτικὴ τροφὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ζωϊκήν, «τροφὴ ἐξ ἀνθέων» Σχόλ.· κυκεῶνα ἄνθινον πινέτω, [[ποτὸν]] ἐκ διαφόρων ἀνθέων, Ἱππ. 538. 27· τριμμάτιον Σωτάδ. παρ’ Ἀθην. 293G· ἀνθ. [[εὐωδία]] Πλούτ. 2. 645Ε. ΙΙ. [[ἀνθηρός]], ἔχων λαμπρὸν [[χρῶμα]], Λατ. floridus, ἐπὶ γυναικείων ἐνδυμάτων, ἐσθῆτες, στολὴ Πλούτ. 2. 278Α, 304D, Ἀθήν. 528Ε· τὰ ἀνθινὰ (δηλ. ἱμάτια), ἐνδύματα ποικιλόχροα ἢ χρωμάτων ἀνθηρῶν, [[ἅπερ]] ἐφόρουν αἱ ἑταῖραι ἐν Ἀθήναις, Φίλαρχ. 45· πρβλ. [[ἀνθοφορέω]] ΙΙ. 2) [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἐνδυμάτων [[ἅπερ]] ἐφόρουν οἱ Σάτυροι κατὰ τὰ [[Ἀνθεστήρια]]· τὴν φιλοσοφίαν ἀνθινὰ ἐνέδυσεν, διὰ ποικιλοχρόων ἐνδυμάτων, περὶ τοῦ Βίωνος, [[ὅστις]] τὰ παραγγέλματα [[αὐτοῦ]] ἐξέφερε διὰ σαρκαστικῶν στίχων, οἵους μετεχειρίζοντο ἐν τῷ σατυρικῷ δράματι, Διογ. Λ. 4. 52, πρβλ. Στράβ. 15. - Πρβλ. Βελκέρ. προοίμ. εἰς Θέογν. LXXVII κἑξ. καὶ ἴδε [[ἄνθος]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> végétal;<br /><b>II.</b> de fleurs :<br /><b>1</b> préparé avec des fleurs;<br /><b>2</b> brodé;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> semblable à des fleurs, fleuri, florissant, frais.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄνθος]]<br /><b class="num">I.</b> like flowers, [[blooming]], [[fresh]], ἄνθινον [[εἶδαρ]], of the [[lotus]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[bright]]-coloured, Lat. [[floridus]], of women's [[dress]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ἄνθος]]<br /><b class="num">I.</b> like flowers, [[blooming]], [[fresh]], ἄνθινον [[εἶδαρ]], of the [[lotus]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[bright]]-coloured, Lat. [[floridus]], of women's [[dress]], Plut.
}}
}}