ἀντιτιμάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[honrar a su vez]] αὐτήν X.<i>HG</i> 3.1.13, σε ... πᾶσι τοῖς καλοῖς X.<i>Cyr</i>.5.2.11, με D.C.67.12.3, cf. Ph.2.26, <i>MAMA</i> 8.398, en v. pas. ὑφ' ἡμῶν X.<i>Oec</i>.9.11.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[contraproponer para sí como castigo]] c. gen. de la pena, Pl.<i>Ap</i>.36b, D.24.138, <i>IG</i> 12(2).526a.17, b.21 (Ereso).
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[honrar a su vez]] αὐτήν X.<i>HG</i> 3.1.13, σε ... πᾶσι τοῖς καλοῖς X.<i>Cyr</i>.5.2.11, με D.C.67.12.3, cf. Ph.2.26, <i>MAMA</i> 8.398, en v. pas. ὑφ' ἡμῶν X.<i>Oec</i>.9.11.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[contraproponer para sí como castigo]] c. gen. de la pena, Pl.<i>Ap</i>.36b, D.24.138, <i>IG</i> 12(2).526a.17, b.21 (Ereso).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />honorer en retour;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀντιτιμάομαι]], [[ἀντιτιμῶμαι]] faire une contre-estimation, <i>càd</i> fixer de son côté le chiffre d'une amende, <i>avec le gén. de la somme</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[τιμάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιτῑμάω''': μέλλ. -ήσω, τιμῶ τὸν τιμῶντά με, ἀνταποδίδω τιμὰς εἴς τινα, [[ὥστε]] καὶ ἀντετίμα αὐτὴν (τὴν Μανίαν) μεγαλοπρεπῶς ὁ Φαρνάβαζος Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 13· τινά τινί ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 11, κτλ.: - μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ., [[ὅπως]] χαριζομένη τι ἡμῖν ὑφ’ ἡμῶν ἀντιτιμήσεται ὁ αὐτ. Οἰκ. 9. 11. ΙΙ. Μέσ., ὡς ὅρος [[νομικός]], ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου ἐν δικαστηρίῳ, [[ἀντιπροτείνω]] [[ἄλλην]] ποινήν, ἣν ἐγὼ θεωρῶ δικαιοτέραν τῆς προταθείσης ὑπὸ τοῦ κατηγόρου, μετὰ γενικ. τοῦ τιμήματος, τιμᾶται δ’ οὖν μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου· [[εἶεν]]· ἐγὼ δὲ δὴ τίνος ὑμῖν ἀντιτιμήσομαι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ἢ δῆλον ὅτι τῆς ἀξίας; Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 743. 21: πρβλ. [[τιμάω]] ΙΙΙ 2., [[ὑποτιμάω]].
|lstext='''ἀντιτῑμάω''': μέλλ. -ήσω, τιμῶ τὸν τιμῶντά με, ἀνταποδίδω τιμὰς εἴς τινα, [[ὥστε]] καὶ ἀντετίμα αὐτὴν (τὴν Μανίαν) μεγαλοπρεπῶς ὁ Φαρνάβαζος Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 13· τινά τινί ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 11, κτλ.: - μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ., [[ὅπως]] χαριζομένη τι ἡμῖν ὑφ’ ἡμῶν ἀντιτιμήσεται ὁ αὐτ. Οἰκ. 9. 11. ΙΙ. Μέσ., ὡς ὅρος [[νομικός]], ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου ἐν δικαστηρίῳ, [[ἀντιπροτείνω]] [[ἄλλην]] ποινήν, ἣν ἐγὼ θεωρῶ δικαιοτέραν τῆς προταθείσης ὑπὸ τοῦ κατηγόρου, μετὰ γενικ. τοῦ τιμήματος, τιμᾶται δ’ οὖν μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου· [[εἶεν]]· ἐγὼ δὲ δὴ τίνος ὑμῖν ἀντιτιμήσομαι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ἢ δῆλον ὅτι τῆς ἀξίας; Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 743. 21: πρβλ. [[τιμάω]] ΙΙΙ 2., [[ὑποτιμάω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />honorer en retour;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀντιτιμάομαι]], [[ἀντιτιμῶμαι]] faire une contre-estimation, <i>càd</i> fixer de son côté le chiffre d'une amende, <i>avec le gén. de la somme</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[τιμάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm