ἀπαριθμέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] abzählen, einzeln herzählen, Isocr. 3, 12. 5, 26 u. A.; vom Gelde, ab-, zurückzahlen, Xen. Cyr. 3, 1, 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] abzählen, einzeln herzählen, Isocr. 3, 12. 5, 26 u. A.; vom Gelde, ab-, zurückzahlen, Xen. Cyr. 3, 1, 34.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπαριθμήσω, <i>ao.</i> ἀπηρίθμησα, <i>pf.</i> ἀπηρίθμηκα;<br /><b>1</b> compter avec soin;<br /><b>2</b> compter en retour, restituer, payer une dette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀριθμέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαριθμέω''': ἀριθμῶ μετὰ προσοχῆς ἓν πρὸς ἕν, ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα Ξεν. Οἰκ. 9. 10· [[λογαριάζω]], ὑπολογίζω, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 35· μύθους ἀπ., ἐκ νέου ὑπολογίζω, εἰ καὶ καθ’ ἕκαστον [[εἶδος]], ἀπολαβόντες ἀπαριθμησαίμεθα τὰς δυνάμεις αὐτῶν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 2· [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψιν, πρὸ τοῦ μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7. ΙΙ. ὑπολογίζω ἢ πληρώνω ἐκ νέου, [[ἀνταποτίνω]], Ξεν. Κύρ. 3. 1, 42, Διον. Ἁλ. 4. 10, κτλ.
|lstext='''ἀπαριθμέω''': ἀριθμῶ μετὰ προσοχῆς ἓν πρὸς ἕν, ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα Ξεν. Οἰκ. 9. 10· [[λογαριάζω]], ὑπολογίζω, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 35· μύθους ἀπ., ἐκ νέου ὑπολογίζω, εἰ καὶ καθ’ ἕκαστον [[εἶδος]], ἀπολαβόντες ἀπαριθμησαίμεθα τὰς δυνάμεις αὐτῶν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 2· [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψιν, πρὸ τοῦ μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7. ΙΙ. ὑπολογίζω ἢ πληρώνω ἐκ νέου, [[ἀνταποτίνω]], Ξεν. Κύρ. 3. 1, 42, Διον. Ἁλ. 4. 10, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπαριθμήσω, <i>ao.</i> ἀπηρίθμησα, <i>pf.</i> ἀπηρίθμηκα;<br /><b>1</b> compter avec soin;<br /><b>2</b> compter en retour, restituer, payer une dette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀριθμέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm