ἀπολίτευτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0312.png Seite 312]] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; [[βίος]], ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; [[θάνατος]], der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; [[λόγος]], [[λέξις]], dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0312.png Seite 312]] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; [[βίος]], ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; [[θάνατος]], der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; [[λόγος]], [[λέξις]], dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> étranger au gouvernement : [[βίος]] [[ἀπολίτευτος]] PLUT vie en dehors des affaires publiques;<br /><b>2</b> peu fait pour le gouvernement, pour la politique;<br /><b>3</b> inutile aux concitoyens, à l'État;<br /><b>4</b> impopulaire;<br /><b>5</b> qui n’est pas d'usage courant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πολιτεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολίτευτος''': [ῑ] -ον, [[ἄνευ]] πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, [[ἄνευ]] πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ [[πολιτικός]], Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, [[βίος]], [[γῆρας]] ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. [[θάνατος]], οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, [[γλῶσσα]] μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β.
|lstext='''ἀπολίτευτος''': [ῑ] -ον, [[ἄνευ]] πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, [[ἄνευ]] πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ [[πολιτικός]], Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, [[βίος]], [[γῆρας]] ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. [[θάνατος]], οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, [[γλῶσσα]] μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> étranger au gouvernement : [[βίος]] [[ἀπολίτευτος]] PLUT vie en dehors des affaires publiques;<br /><b>2</b> peu fait pour le gouvernement, pour la politique;<br /><b>3</b> inutile aux concitoyens, à l'État;<br /><b>4</b> impopulaire;<br /><b>5</b> qui n’est pas d'usage courant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πολιτεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml