ἀπόγειος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0298.png Seite 298]] (γῆ), = [[ἀπόγαιος]], 1) vom Lande her, vom Winde, Arist. mund. 4, 10, oft. – 2) fern der Erde, in der Erdferne, vom Monde gesagt, Plut. fac. orb. lun. 20. – 3) τὰ ἀπόγεια, die Schiffstaue (s. ἀπόγαια), Luc. Hermot. 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0298.png Seite 298]] (γῆ), = [[ἀπόγαιος]], 1) vom Lande her, vom Winde, Arist. mund. 4, 10, oft. – 2) fern der Erde, in der Erdferne, vom Monde gesagt, Plut. fac. orb. lun. 20. – 3) τὰ ἀπόγεια, die Schiffstaue (s. ἀπόγαια), Luc. Hermot. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui part de terre : τὰ ἀπόγεια LUC amarres, câbles;<br /><b>2</b> éloigné de la terre : τὰ ἀπόγεια PLUT régions éloignées de la terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γαῖα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόγειος''': -ον, (γῆ) ἀπὸ τῆς γῆς, ἐπὶ ἀνέμων, ὁ πνέων ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἄνεμοι, [[πνεῦμα]], Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 10, Μετεωρ. 2. 5, 18: - ἡ ἀπογεία (ἐνν. [[αὔρα]]), ἐλαφρὸς [[ἄνεμος]] πνέων ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Ἀριστ. Πρβλ. 25, 5· ἀλλ’, αἱ ἀπογέαι, [[αὐτόθι]], 40· [[ὡσαύτως]], τὰ ἀπόγεια [[αὐτόθι]] 26. 4, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 473. 2) ἀπόγαιον ἢ ἀπόγειον, το, [[κάλως]], χονδρὸν [[σχοινίον]], κοινῶς «παλαμάρι», δι’ οὗ τὸ [[πλοῖον]] προσδένεται εἰς τὴν ξηράν, Πολύβ. 33. 7, 6, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 42, κτλ.· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἀπόγυον [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς [[τύπος]], ὡς ἐν Βοικχίου Urkunden σ. 162, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. (ἐκ χειρογρ.) ἐν Πολυδ. Α΄, 93, 104. II. ὁ μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, Πλούτ. 2. 933Β, Λουκ. Λεξιφ. 15· τὸ ἀπόγειον (ἐνν. [[διάστημα]]) ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ, ἡ μεγίστη [[ἀπόστασις]] πλανήτου τινὸς ἀπὸ τῆς γῆς, Πτολεμ.
|lstext='''ἀπόγειος''': -ον, (γῆ) ἀπὸ τῆς γῆς, ἐπὶ ἀνέμων, ὁ πνέων ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἄνεμοι, [[πνεῦμα]], Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 10, Μετεωρ. 2. 5, 18: - ἡ ἀπογεία (ἐνν. [[αὔρα]]), ἐλαφρὸς [[ἄνεμος]] πνέων ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Ἀριστ. Πρβλ. 25, 5· ἀλλ’, αἱ ἀπογέαι, [[αὐτόθι]], 40· [[ὡσαύτως]], τὰ ἀπόγεια [[αὐτόθι]] 26. 4, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 473. 2) ἀπόγαιον ἢ ἀπόγειον, το, [[κάλως]], χονδρὸν [[σχοινίον]], κοινῶς «παλαμάρι», δι’ οὗ τὸ [[πλοῖον]] προσδένεται εἰς τὴν ξηράν, Πολύβ. 33. 7, 6, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 42, κτλ.· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἀπόγυον [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς [[τύπος]], ὡς ἐν Βοικχίου Urkunden σ. 162, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. (ἐκ χειρογρ.) ἐν Πολυδ. Α΄, 93, 104. II. ὁ μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, Πλούτ. 2. 933Β, Λουκ. Λεξιφ. 15· τὸ ἀπόγειον (ἐνν. [[διάστημα]]) ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ, ἡ μεγίστη [[ἀπόστασις]] πλανήτου τινὸς ἀπὸ τῆς γῆς, Πτολεμ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui part de terre : τὰ ἀπόγεια LUC amarres, câbles;<br /><b>2</b> éloigné de la terre : τὰ ἀπόγεια PLUT régions éloignées de la terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γαῖα]].
}}
}}
{{grml
{{grml