3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[que consiste en dinero]] ἀγών competición cuyo premio consiste en dinero</i> op. [[στεφανίτης]] Plu.2.820c, Lync. en Ath.584c, Poll.3.153, Sch.Pi.<i>N</i>.1 p.425.6 Böckh, Sch.D.20.141.349.<br /><b class="num">2</b> [[acaudalado]], [[adinerado]] Hsch., <i>AB</i> 442.<br /><b class="num">3</b> ἡ ἀ. λίθος [[argentita]] o [[argirita]] Gal.19.735. | |dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[que consiste en dinero]] ἀγών competición cuyo premio consiste en dinero</i> op. [[στεφανίτης]] Plu.2.820c, Lync. en Ath.584c, Poll.3.153, Sch.Pi.<i>N</i>.1 p.425.6 Böckh, Sch.D.20.141.349.<br /><b class="num">2</b> [[acaudalado]], [[adinerado]] Hsch., <i>AB</i> 442.<br /><b class="num">3</b> ἡ ἀ. λίθος [[argentita]] o [[argirita]] Gal.19.735. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀγών]] (ὁ) <br />concours où le prix était de l'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρίτης''': ὁ, θηλ. ἀργυρῖτις, ιδος, ἡ, ἐξ ἀργύρου ἢ εἰς ἄργυρον ἀνήκων. Ι. ἀργυρῖτις, ἡ, ὡς οὐσιαστ., ἀργυροῦχος γῆ ἢ [[ψάμμος]], εἰς οὐδεμίαν τούτων οὐδὲ μικρὰ [[φλέψ]] ἀργυρίτιδος διήκει Ξεν. Πόρ. 1. 5, πρβλ. 4. 4· κατεργασάμενος τὴν ἀργυρῖτιν ἣν οἱ ἐμοὶ οἰκέται εἰργάσαντο Δημ. 974, 28, πρβλ. 29· γῆ ἀργυρῖτις Στράβ. 147· ἴδε Βοίκχιον περὶ τοῦ Λαυρείου ἐν Πολ. Οἰκ. Ἀθ. 2. 427Ε, μετάφρ. Ἀγγλ. ΙΙ. [[χρηματικός]], ἀγὼν [[ἀργυρίτης]], οὖ τὸ ἄθλον ἦτο [[ἀργύριον]] δηλ. χρήματα, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[στεφανίτης]], [[ὥσπερ]] οὐκ ἀργυρίτην οὐδὲ δωρίτην ἀγῶνα πολιτείας ἀγωνιζομένοις Πλούτ. 2. 820C· οὐ γὰρ [[στεφανίτης]] ὁ [[ἀγών]] ἐστιν, ἀλλ’ [[ἀργυρίτης]] Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584C. 2) [[πλούσιος]], ἢ ὁ ἔχων χρηματικὴν περιουσίαν· «ἀργυρῖται· οἱ ἀργυρίου εὐποροῦντες» Α. Β. 442, 12· «[[ἀργυρίτης]]· ὁ ἐν ἀργυρίῳ τὴν οὐσίαν ἔχων» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀργῠρίτης''': ὁ, θηλ. ἀργυρῖτις, ιδος, ἡ, ἐξ ἀργύρου ἢ εἰς ἄργυρον ἀνήκων. Ι. ἀργυρῖτις, ἡ, ὡς οὐσιαστ., ἀργυροῦχος γῆ ἢ [[ψάμμος]], εἰς οὐδεμίαν τούτων οὐδὲ μικρὰ [[φλέψ]] ἀργυρίτιδος διήκει Ξεν. Πόρ. 1. 5, πρβλ. 4. 4· κατεργασάμενος τὴν ἀργυρῖτιν ἣν οἱ ἐμοὶ οἰκέται εἰργάσαντο Δημ. 974, 28, πρβλ. 29· γῆ ἀργυρῖτις Στράβ. 147· ἴδε Βοίκχιον περὶ τοῦ Λαυρείου ἐν Πολ. Οἰκ. Ἀθ. 2. 427Ε, μετάφρ. Ἀγγλ. ΙΙ. [[χρηματικός]], ἀγὼν [[ἀργυρίτης]], οὖ τὸ ἄθλον ἦτο [[ἀργύριον]] δηλ. χρήματα, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[στεφανίτης]], [[ὥσπερ]] οὐκ ἀργυρίτην οὐδὲ δωρίτην ἀγῶνα πολιτείας ἀγωνιζομένοις Πλούτ. 2. 820C· οὐ γὰρ [[στεφανίτης]] ὁ [[ἀγών]] ἐστιν, ἀλλ’ [[ἀργυρίτης]] Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584C. 2) [[πλούσιος]], ἢ ὁ ἔχων χρηματικὴν περιουσίαν· «ἀργυρῖται· οἱ ἀργυρίου εὐποροῦντες» Α. Β. 442, 12· «[[ἀργυρίτης]]· ὁ ἐν ἀργυρίῳ τὴν οὐσίαν ἔχων» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |