ἀρθρόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] durch Gelenke verbinden, gliedern; φωνήν, artikulirte Laute hervorbringen, Xen. Mem. 1, 4, 12; anfügen, Hermipp. bei Ath. XV, 688 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] durch Gelenke verbinden, gliedern; φωνήν, artikulirte Laute hervorbringen, Xen. Mem. 1, 4, 12; anfügen, Hermipp. bei Ath. XV, 688 a.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἤρθρωσα;<br /><i>Pass. fut.</i> ἀρθρωθήσομαι, <i>part. pf.</i> ἠρθρωμένος;<br /><b>1</b> ajuster au moyen d'articulations, emboîter;<br /><b>2</b> diviser par articulations, articuler.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρθρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρθρόω''': (ἄρθρον), στερεώνω δι’ ἁρμοῦ: - Παθ., προσαρμόζομαι, θώρακα δ’ [[ἅπας]] ἐμπερονᾶται, κνημὶς δὲ περὶ σφυρὸν ἀρθροῦται Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 2, 3˙ σώματα ἠρθρωμένα, [[καλῶς]] συνηρθρωμένα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λέξεων, [[προφέρω]] καθαρῶς καὶ [[διακεκριμένως]], [[γλῶσσα]] ἀρθροῖ τὴν φωνὴν, παράγει ἐνάρθρους ἤχους (ὡς ὁ Λουκρέτ. 4. 549, [voces] articulat lingua), Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12˙ ἀλλ’ ἀρθροῦν γλώσσην καὶ νόον, [[ἐντείνω]], [[ἐνισχύω]] τὴν γλῶσσαν καὶ τὸν νοῦν, Θέογν. 758.
|lstext='''ἀρθρόω''': (ἄρθρον), στερεώνω δι’ ἁρμοῦ: - Παθ., προσαρμόζομαι, θώρακα δ’ [[ἅπας]] ἐμπερονᾶται, κνημὶς δὲ περὶ σφυρὸν ἀρθροῦται Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 2, 3˙ σώματα ἠρθρωμένα, [[καλῶς]] συνηρθρωμένα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λέξεων, [[προφέρω]] καθαρῶς καὶ [[διακεκριμένως]], [[γλῶσσα]] ἀρθροῖ τὴν φωνὴν, παράγει ἐνάρθρους ἤχους (ὡς ὁ Λουκρέτ. 4. 549, [voces] articulat lingua), Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12˙ ἀλλ’ ἀρθροῦν γλώσσην καὶ νόον, [[ἐντείνω]], [[ἐνισχύω]] τὴν γλῶσσαν καὶ τὸν νοῦν, Θέογν. 758.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἤρθρωσα;<br /><i>Pass. fut.</i> ἀρθρωθήσομαι, <i>part. pf.</i> ἠρθρωμένος;<br /><b>1</b> ajuster au moyen d'articulations, emboîter;<br /><b>2</b> diviser par articulations, articuler.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρθρον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm