ἀποτμήγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] p. = [[ἀποτέμνω]], abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε ([[varia lectio|v.l.]] ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας ([[varia lectio|v.l.]] ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ([[varia lectio|v.l.]] πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] p. = [[ἀποτέμνω]], abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε ([[varia lectio|v.l.]] ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας ([[varia lectio|v.l.]] ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ([[varia lectio|v.l.]] πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> séparer en coupant, couper : χεῖρας IL, λαιμόν IL les mains, la gorge;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> τινα λαοῦ, πόλιος IL amener (un combattant) à l'écart, loin de l'armée, loin (des murs) de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τμήγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτμήγω''': μέλλ. -ξω, Ἐπ. ἀντὶ [[ἀποτέμνω]], [[ἀποκόπτω]], [[ἀποχωρίζω]], μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Ἰλ. Χ. 456· τὸν... λαοῦ ἀποτμήξαντε Κ. 364, κτλ.· [[ἀποκόπτω]] τι διὰ ξίφους, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Λ. 146· πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι, «πολλὰς δὲ ὀρέων ἀποκλίσεις ἀποτέμνονται οἱ ὑπὸ τῶν χειμάρρων ἐκρησσόμενοι αὐλῶνες» (Σχόλ.), Π. 390: - Παθ., μοῦνοι ἀποτμηγέντες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1052.
|lstext='''ἀποτμήγω''': μέλλ. -ξω, Ἐπ. ἀντὶ [[ἀποτέμνω]], [[ἀποκόπτω]], [[ἀποχωρίζω]], μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Ἰλ. Χ. 456· τὸν... λαοῦ ἀποτμήξαντε Κ. 364, κτλ.· [[ἀποκόπτω]] τι διὰ ξίφους, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Λ. 146· πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι, «πολλὰς δὲ ὀρέων ἀποκλίσεις ἀποτέμνονται οἱ ὑπὸ τῶν χειμάρρων ἐκρησσόμενοι αὐλῶνες» (Σχόλ.), Π. 390: - Παθ., μοῦνοι ἀποτμηγέντες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1052.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> séparer en coupant, couper : χεῖρας IL, λαιμόν IL les mains, la gorge;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> τινα λαοῦ, πόλιος IL amener (un combattant) à l'écart, loin de l'armée, loin (des murs) de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τμήγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth