3,277,020
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] ές ([[στέμβω]]), 1) unerschütterlich, unwandelbar, fest, ἀστεμφέα βουλήν Iliad. 2, 344; [[σκῆπτρον]] δ' οὔτ'[[ὀπίσω]] [[οὔτε]] προπρηνὲς ἐνώμα, ἀλλ' ἀστεμφὲς ἒχεσκεν 3, 219; ἀστεμφέως ἔχειν, festhalten, nicht loslassen, Od. 4, 419. 459. So auch Sp. D., [[τελαμών]] Theocr. 13, 37; βίη Ap. Rh. 4, 1375; [[δόμος]] Orph. Arg. 665; vgl. Opp. H. 4, 613. Dah. grausam, hart, ποδάγρη Leon. Tar. 12 (VI, 296); [[δεσμός]] Opp. H. 2, 84. – 2) ungekeltert, von Trauben? | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] ές ([[στέμβω]]), 1) unerschütterlich, unwandelbar, fest, ἀστεμφέα βουλήν Iliad. 2, 344; [[σκῆπτρον]] δ' οὔτ'[[ὀπίσω]] [[οὔτε]] προπρηνὲς ἐνώμα, ἀλλ' ἀστεμφὲς ἒχεσκεν 3, 219; ἀστεμφέως ἔχειν, festhalten, nicht loslassen, Od. 4, 419. 459. So auch Sp. D., [[τελαμών]] Theocr. 13, 37; βίη Ap. Rh. 4, 1375; [[δόμος]] Orph. Arg. 665; vgl. Opp. H. 4, 613. Dah. grausam, hart, ποδάγρη Leon. Tar. 12 (VI, 296); [[δεσμός]] Opp. H. 2, 84. – 2) ungekeltert, von Trauben? | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />inébranlable, ferme, solide ; <i>neutre adv.</i> • ἀστεμφές avec force.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στέμβω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστεμφής''': -ές, ([[στέμβω]]) [[ἀκίνητος]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[βουλή]] Ἰλ. Β. 344· βίη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1375· ἀστεμφές ἔχεσκεν [τὸ [[σκῆπτρον]]], ἐκράτει αὐτὸ ὀρθὸν καὶ ἀκίνητον, Ἰλ. Γ. 219· οὐδὸς Ἡσ. Θ. 812· ἀστ. οἵη [[νέκυς]] Ὀππ. Ἁλ. 2. 70. - Ἐπίρρ., ὑμεῖς δ’ ἀστεμφέως ἐχέμεν, σεῖς δὲ νὰ τὸν κρατῆτε γερά, νὰ τὸν βαστᾶτε καλά, Ὀδ. Δ. 419, πρβλ. 459· [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ἀστεμφὲς ὡς ἐπίρρ. ἀκινήτως, ἀσείστως, Μόσχ. 4. 113. 2) ἐπὶ προσώπων, [[στερρός]], [[ἄκαμπτος]], ποιηταὶ σκληροί καὶ ἀστ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563· αὐτῷ θ’ Ἡρακλῆϊ καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι, ἀκαμπεῖ καὶ σκληρῷ ἢ στερρῷ, Θεόκρ. 13. 37. 3) μεταφ., ἐπὶ ποδάγρας, [[ἀμείλικτος]], [[ἀπηνής]], ἀστεμφῆ ποδάγρην Ἀνθ. ΙΙ. 6. 296· [[ζυγός]], δεσμὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 417., 2. 84· νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 9. 424. | |lstext='''ἀστεμφής''': -ές, ([[στέμβω]]) [[ἀκίνητος]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[βουλή]] Ἰλ. Β. 344· βίη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1375· ἀστεμφές ἔχεσκεν [τὸ [[σκῆπτρον]]], ἐκράτει αὐτὸ ὀρθὸν καὶ ἀκίνητον, Ἰλ. Γ. 219· οὐδὸς Ἡσ. Θ. 812· ἀστ. οἵη [[νέκυς]] Ὀππ. Ἁλ. 2. 70. - Ἐπίρρ., ὑμεῖς δ’ ἀστεμφέως ἐχέμεν, σεῖς δὲ νὰ τὸν κρατῆτε γερά, νὰ τὸν βαστᾶτε καλά, Ὀδ. Δ. 419, πρβλ. 459· [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ἀστεμφὲς ὡς ἐπίρρ. ἀκινήτως, ἀσείστως, Μόσχ. 4. 113. 2) ἐπὶ προσώπων, [[στερρός]], [[ἄκαμπτος]], ποιηταὶ σκληροί καὶ ἀστ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563· αὐτῷ θ’ Ἡρακλῆϊ καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι, ἀκαμπεῖ καὶ σκληρῷ ἢ στερρῷ, Θεόκρ. 13. 37. 3) μεταφ., ἐπὶ ποδάγρας, [[ἀμείλικτος]], [[ἀπηνής]], ἀστεμφῆ ποδάγρην Ἀνθ. ΙΙ. 6. 296· [[ζυγός]], δεσμὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 417., 2. 84· νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 9. 424. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |