ἀφνειός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] όν, Hes. frg. 45 ἀφνειή, wie Ap. Rh. 1, 57 ([[ἄφενος]]); [[bemittelt]], [[reich]]; oft Hom. u. folgende Dichter, gewöhnlich absolut; ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε, reicher an Gold u. Kleidern, Od. 1, 165; ἀφνειὸς βιότοιο Iliad. 5, 544; Hes. μήλοισι O. 120; ἀρούραις, μήλοις, Theocr. 24, 106. 25, 118; φρένας 455. Den regelmäßigen superl. hat Hom. Il. 20, 220; ἀφνειέστατος Antimach. 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] όν, Hes. frg. 45 ἀφνειή, wie Ap. Rh. 1, 57 ([[ἄφενος]]); [[bemittelt]], [[reich]]; oft Hom. u. folgende Dichter, gewöhnlich absolut; ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε, reicher an Gold u. Kleidern, Od. 1, 165; ἀφνειὸς βιότοιο Iliad. 5, 544; Hes. μήλοισι O. 120; ἀρούραις, μήλοις, Theocr. 24, 106. 25, 118; φρένας 455. Den regelmäßigen superl. hat Hom. Il. 20, 220; ἀφνειέστατος Antimach. 72.
}}
{{bailly
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />riche, opulent ; ἀφνειὸς βιότοιο IL riche en ressources pour vivre ; χρυσοῖο OD qui a de l'or en abondance ; ὁ [[ἀφνειός]] homme riche ; <i>en parl. de choses (ville, maison, etc.)</i>;<br /><i>Cp.</i> ἀφνειότερος, <i>Sp.</i> ἀφνειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφενος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφνειός''': -όν, καὶ ή, όν, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 57, κτλ. ([[ἄφενος]]): [[εὔπορος]], [[εὐκατάστατος]], [[πλούσιος]], Ἰλ. Β. 825, κτλ.· εἴς τι [[πρᾶγμα]], μετὰ γεν., [[ἀφνειός]] βιότοιο Ε. 544· χρυσοῖο τε ἐσθῆτός τε Ὀδ. Α. 165· μετ’ αἰτ., φρένας [[ἀφνειός]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· μετὰ δοτ., ἀφν. ἀρούραις, μήλοις Θεόκρ. 24. 106., 25. 118: ― [[ἄφθονος]], [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 648· δάκρυα Νόνν. Δ. 2. 156. ― Ἀνώμαλ. ὑπερθ. -έστατος, Ἀντίμαχ. ἐν Ἀποσπ. 72· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ὁμαλὸν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰλ. Υ. 220. ― Ἐπ. [[λέξις]], ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Ἀλλ’ ὁ Πἰνδ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν ἰσοδύναμον τύπον ἀφνεός. ἀ, όν, εὑρισκόμενον καὶ παρὰ Θεόγν. 188, 159, Αἰσχύλ. Πέρσ. 3. Ἀποσπ. 96, Σοφ. Ἠλ. 457, Βακχυλ. 1. 172 (ἔκδ. Blass). [ᾱφν- παρ’ Ὁμ.· ᾰφν- παρ’ Αἰσχύλ.· ᾱφνεώτερος παρὰ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Θέογν. ἔχει ἀμφότερα ᾱ καὶ ᾰ].
|lstext='''ἀφνειός''': -όν, καὶ ή, όν, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 57, κτλ. ([[ἄφενος]]): [[εὔπορος]], [[εὐκατάστατος]], [[πλούσιος]], Ἰλ. Β. 825, κτλ.· εἴς τι [[πρᾶγμα]], μετὰ γεν., [[ἀφνειός]] βιότοιο Ε. 544· χρυσοῖο τε ἐσθῆτός τε Ὀδ. Α. 165· μετ’ αἰτ., φρένας [[ἀφνειός]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· μετὰ δοτ., ἀφν. ἀρούραις, μήλοις Θεόκρ. 24. 106., 25. 118: ― [[ἄφθονος]], [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 648· δάκρυα Νόνν. Δ. 2. 156. ― Ἀνώμαλ. ὑπερθ. -έστατος, Ἀντίμαχ. ἐν Ἀποσπ. 72· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ὁμαλὸν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰλ. Υ. 220. ― Ἐπ. [[λέξις]], ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Ἀλλ’ ὁ Πἰνδ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν ἰσοδύναμον τύπον ἀφνεός. ἀ, όν, εὑρισκόμενον καὶ παρὰ Θεόγν. 188, 159, Αἰσχύλ. Πέρσ. 3. Ἀποσπ. 96, Σοφ. Ἠλ. 457, Βακχυλ. 1. 172 (ἔκδ. Blass). [ᾱφν- παρ’ Ὁμ.· ᾰφν- παρ’ Αἰσχύλ.· ᾱφνεώτερος παρὰ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Θέογν. ἔχει ἀμφότερα ᾱ καὶ ᾰ].
}}
{{bailly
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />riche, opulent ; ἀφνειὸς βιότοιο IL riche en ressources pour vivre ; χρυσοῖο OD qui a de l'or en abondance ; ὁ [[ἀφνειός]] homme riche ; <i>en parl. de choses (ville, maison, etc.)</i>;<br /><i>Cp.</i> ἀφνειότερος, <i>Sp.</i> ἀφνειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφενος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth