ἅλς: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] ἁλός (entst. aus σάλσ; sal), 1) ὁ ἅλς, Salz, gew. plural., Hom. Iliad. 9, 214 πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο, gen. partit., streute des Salzes, etwas Salz, Od. 17, 455 οὐ σύ γ' ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης, [[varia lectio|v.l.]] οὔδαλα, Scholl. οὐδ' ἅλα: [[οὕτως]] Ἀρίσταρχος ἀνέγνωκε, καὶ ἀπέδωκε τοὺς [[ἅλας]]. ὁ δὲ Καλλίστρατος οὔδαλα, τὰ κόπρια, παρὰ τὸ ἐν τῷ οὐδῷ κεῖσθαι; vgl. Theocrit. Id. 27, 59 φῄς μοι πάντα δόμεν· [[τάχα]] δ' [[ὕστερον]] οὐδ' ἅλα δοίης; Od. 11, 123. 23, 270 [[οὐδέ]] θ' ἅλεσσι μεμιγμένον [[εἶδαρ]] ἔδουσιν; – sing. Her. 4, 181, ὁ ἅλς 185, plur. 4, 53. 5, 119. – Salz war Symbol der Gastfreundschaft, dah. ἁλῶν κοινωνεῖν, Gastfreunde sein, Dem. Mid. 1 18, wo jetzt λαλῶν steht; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; wo ist die Gastfreundschaft hin? Dem. 19, 189; τοὺς [[ἅλας]] καὶ τὰς σπονδὰς παραβαίνειν 191; s. Zenob. 1, 62; [[ἅλας]] συναναλῶσαι Arist. Nic. 8, 8; und wie wir sagen, τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον Plut. de am. mult. p. 290; Archiloch. hat diese Vrbdg zuerst, s. Jacobs Anth. p. 241; sprichwörtl. [[ἅλας]] ἄγων καθεύδεις Zenob. 1, 23; ἁλῶν δὲ [[φόρτος]] [[ἔνθεν]] ἦλθεν ἔνθ' ἔβη, wie gewonnen, so zerronnen, 2, 20. – Salzlake Call. frg. 5; Nonn. D. 17, 55; – ἅλες Salzwerke D. Hal. 2, 55. – Übertr., witzige, beißende Reden, Plut. Symp. 5, 10; Ath. IX, 366 c. – 2) ἡ ἅλς, Meer, oft bei Hom., aber nur in cass. obliqq., πολυβενθέος Od. 4, 406, βαθείης Iliad. 13, 44, μαρμαρέην 14, 273, πορφυρέην 16, 391; πολιῆς 12, 284, πολιοῖο Od. 5, 410. 9, 132 Iliad. 20, 229 Scholl. Ariston. σημειοῦνταί τινες, ὅτι ἁλὸς πολιοῖο ἔφη, mascul. adject. beim subst. fem. homerisch; ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Iliad. 1, 316; ἅλα δῖαν 1, 141, auch Zeus sagt ἅλα δῖαν Iliad. 15, 161. 223, Scholl. Ariston. 161 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] ὁ Ζεὺς τὴν θάλασσαν δῖαν εἴρηκεν, vs. 15 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] ὁ Ζεὺς [[δῖον]] τὸν Ἕκτορα καὶ [[ἑξῆς]] τὴν θάλασσαν »ἢ εἰς ἅλα δῖαν (161)«, πρὸς τὸ μὴ ὑποπτεύειν τὰ ἐν Ὀδυσσείᾳ »(1, 65) πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην«; für ἐξ ἁλός [[varia lectio|v.l.]] [[ἔξαλος]] Od. 1 1, 134. 23, 281, s. Scholl. (11, 134 aus Ariston., 23, 281 aus Didym.), vgl. ἐξ ἁλός Iliad. 20, 14 Od. 5, 422; Iliad. 21, 59 [[πόντος]] ἁλὸς πολιῆς, Theogn. 10 γήθησεν δὲ βαθὺς [[πόντος]] ἁλὸς πολιῆς; Od. 5, 335 ἁλὸς ἐν πελάγεσσι; 12, 27 ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς, auf dem Wasser oder auf dem Lande; die Schiffe ἁλὸς ἵπποι Od. 4, 708; – oft Pind., Tragg., πελαγία ἅλς Aesch. Pers. 427; selten in Prosa.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] ἁλός (entst. aus σάλσ; sal), 1) ὁ ἅλς, Salz, gew. plural., Hom. Iliad. 9, 214 πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο, gen. partit., streute des Salzes, etwas Salz, Od. 17, 455 οὐ σύ γ' ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης, [[varia lectio|v.l.]] οὔδαλα, Scholl. οὐδ' ἅλα: [[οὕτως]] Ἀρίσταρχος ἀνέγνωκε, καὶ ἀπέδωκε τοὺς [[ἅλας]]. ὁ δὲ Καλλίστρατος οὔδαλα, τὰ κόπρια, παρὰ τὸ ἐν τῷ οὐδῷ κεῖσθαι; vgl. Theocrit. Id. 27, 59 φῄς μοι πάντα δόμεν· [[τάχα]] δ' [[ὕστερον]] οὐδ' ἅλα δοίης; Od. 11, 123. 23, 270 [[οὐδέ]] θ' ἅλεσσι μεμιγμένον [[εἶδαρ]] ἔδουσιν; – sing. Her. 4, 181, ὁ ἅλς 185, plur. 4, 53. 5, 119. – Salz war Symbol der Gastfreundschaft, dah. ἁλῶν κοινωνεῖν, Gastfreunde sein, Dem. Mid. 1 18, wo jetzt λαλῶν steht; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; wo ist die Gastfreundschaft hin? Dem. 19, 189; τοὺς [[ἅλας]] καὶ τὰς σπονδὰς παραβαίνειν 191; s. Zenob. 1, 62; [[ἅλας]] συναναλῶσαι Arist. Nic. 8, 8; und wie wir sagen, τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον Plut. de am. mult. p. 290; Archiloch. hat diese Vrbdg zuerst, s. Jacobs Anth. p. 241; sprichwörtl. [[ἅλας]] ἄγων καθεύδεις Zenob. 1, 23; ἁλῶν δὲ [[φόρτος]] [[ἔνθεν]] ἦλθεν ἔνθ' ἔβη, wie gewonnen, so zerronnen, 2, 20. – Salzlake Call. frg. 5; Nonn. D. 17, 55; – ἅλες Salzwerke D. Hal. 2, 55. – Übertr., witzige, beißende Reden, Plut. Symp. 5, 10; Ath. IX, 366 c. – 2) ἡ ἅλς, Meer, oft bei Hom., aber nur in cass. obliqq., πολυβενθέος Od. 4, 406, βαθείης Iliad. 13, 44, μαρμαρέην 14, 273, πορφυρέην 16, 391; πολιῆς 12, 284, πολιοῖο Od. 5, 410. 9, 132 Iliad. 20, 229 Scholl. Ariston. σημειοῦνταί τινες, ὅτι ἁλὸς πολιοῖο ἔφη, mascul. adject. beim subst. fem. homerisch; ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Iliad. 1, 316; ἅλα δῖαν 1, 141, auch Zeus sagt ἅλα δῖαν Iliad. 15, 161. 223, Scholl. Ariston. 161 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] ὁ Ζεὺς τὴν θάλασσαν δῖαν εἴρηκεν, vs. 15 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] ὁ Ζεὺς [[δῖον]] τὸν Ἕκτορα καὶ [[ἑξῆς]] τὴν θάλασσαν »ἢ εἰς ἅλα δῖαν (161)«, πρὸς τὸ μὴ ὑποπτεύειν τὰ ἐν Ὀδυσσείᾳ »(1, 65) πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην«; für ἐξ ἁλός [[varia lectio|v.l.]] [[ἔξαλος]] Od. 1 1, 134. 23, 281, s. Scholl. (11, 134 aus Ariston., 23, 281 aus Didym.), vgl. ἐξ ἁλός Iliad. 20, 14 Od. 5, 422; Iliad. 21, 59 [[πόντος]] ἁλὸς πολιῆς, Theogn. 10 γήθησεν δὲ βαθὺς [[πόντος]] ἁλὸς πολιῆς; Od. 5, 335 ἁλὸς ἐν πελάγεσσι; 12, 27 ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς, auf dem Wasser oder auf dem Lande; die Schiffe ἁλὸς ἵπποι Od. 4, 708; – oft Pind., Tragg., πελαγία ἅλς Aesch. Pers. 427; selten in Prosa.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ἁλός (ἡ) :<br />la mer.<br />'''Étymologie:''' pour *σαλς, de la R. Σαλ, Ἁλ sauter, bondir ; cf. [[ἅλλομαι]] ; litt. « la bondissante ».<br /><span class="bld">2</span>ἁλός (ὁ) :<br /><b>1</b> bloc de sel, rocher de sel;<br /><b>2</b> sel pour saupoudrer;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> sel d'une plaisanterie, d'un écrit.<br />'''Étymologie:''' p. *σαλς de [[ἅλς]]¹, l'idée de « mer, eau salée » ayant amené à l'idée de « sel » ; cf. <i>lat.</i> sal.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅλς''': ἁλός [ᾰ], (Α) ἀρσ. δοτ. πληθ. ἅλασιν (ἴδε κατωτέρω): - καθ’ ἑνικόν, [[τεμάχιον]], [[ὄγκος]], ἅλατος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ὀρυκτοῦ ἅλατος, Ἡρόδ. 4. 181-185, πρβλ. [[χόνδρος]], [[χονδρός]]. 2) [[καθόλου]], [[ἅλας]], κτλ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο (πρβλ. [[θεῖος]]), Ἰλ. Ι. 214. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 455· ἁλὸς [[μέταλλον]], ἁλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· ἁλὸς [[χόνδρος]], [[αὐτόθι]] 181· καθ’ ἑνικὸν [[ὡσαύτως]] [[ἅλας]] ἀντὶ τοῦ ἅλες, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 2: - ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ πληθυντ. ἦτο συνηθέστερος, πρῶτον ἐν Ὀδ. Λ. 123, ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 4. 53., 6. 119., 7. 30, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: - παροιμ. φράσεις: οὐ σύ γ’ ἂν ... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης, Ὀδ. Ρ. 455· φής μοι πάντα δόμεν· [[τάχα]] δ’ ... οὐδ’ ἅλα δοίης Θεόκρ. 27. 61· [[ἅλας]] συναναλῶσαι, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις συνδεδεμένος διὰ δεσμῶν, ξενίας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 3· τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον, τὸ νὰ ἔχῃ φάγῃ τις ὁλόκληρον μέδιμνον ἅλατος μετά τινος ἄλλου, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις παλαιὸς φίλος τοῦ ἄλλου, Πλάτ. 2. 94Α· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 35· ὅρκον μέγαν, [[ἅλας]] τε καὶ τράπεζαν, Ἀρχίλ. 96· ποῦ ἅλες· ποῦ τράπεζαι, Δημ. 400. 16· τοὺς [[ἅλας]] παραβαίνειν, ὁ αὐτ. 401. 3· ἔτι καὶ οἱ τῆς πόλεως ἅλες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξενικὴ [[τράπεζα]], [[ἔφησθα]] γὰρ τοὺς τῆς πόλεως [[ἅλας]] περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης, ὅτι θὰ προτιμήσῃς τὸ «ψωμὶ καὶ ἁλάτι» τῆς πατρίδος σου ἀπὸ τὰ ἁβρὰ ἐδέσματα ξένης τραπ., Αἰσχίν. Γ, 62, 10: ἁλῶν δὲ [[φόρτος]] [[ἔνθεν]] ἦλθεν, ἔνθ’ ἔβη, ἐπὶ ἀνθρώπων ἀπολεσάντων ὅ,τι ἔλαβον. Παροιμιογρ. ἅλασιν ὕει, ἐπὶ [[μεγάλης]] ἀφθονίας, Σουΐδ. ΙΙ. = [[ἅλμη]], «ἅρμη», Λατ. muria, Καλλ. Ἀποσπ. 50: [[ὡσαύτως]] ἁλὸς [[ἄνθος]]· πρβλ. [[ἁλοσάνθινος]]. ΙΙΙ. ἅλες, = ἁλυκή, [[μέρος]] [[ἔνθα]] παρασκευάζεται καὶ συνάγεται τὸ [[ἅλας]]· ἀμφ., ἴδε ἁλή. IV. ἅλες, [[ὡσαύτως]] μεταφ. ὡς τὸ Λατ. sales, εὐφυΐα, Πλούτ. 2. 685Α. (ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἅλας, ἁλή, ἅλμη, ἁλμυρός, ἁλίζω· πρβλ. Σανσκριτ. sar-as (sal)· Λατ. sal, sul-inus, sal-sus, Γοτθ. salt ([[ἅλας]]), saltum ([[ἁλίζω]]), Παλ. Ὑψ. Γερμ. sulza (salsugo), κτλ.: ἴδε ἑπομ. λέξ.).
|lstext='''ἅλς''': ἁλός [ᾰ], (Α) ἀρσ. δοτ. πληθ. ἅλασιν (ἴδε κατωτέρω): - καθ’ ἑνικόν, [[τεμάχιον]], [[ὄγκος]], ἅλατος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ὀρυκτοῦ ἅλατος, Ἡρόδ. 4. 181-185, πρβλ. [[χόνδρος]], [[χονδρός]]. 2) [[καθόλου]], [[ἅλας]], κτλ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο (πρβλ. [[θεῖος]]), Ἰλ. Ι. 214. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 455· ἁλὸς [[μέταλλον]], ἁλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· ἁλὸς [[χόνδρος]], [[αὐτόθι]] 181· καθ’ ἑνικὸν [[ὡσαύτως]] [[ἅλας]] ἀντὶ τοῦ ἅλες, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 2: - ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ πληθυντ. ἦτο συνηθέστερος, πρῶτον ἐν Ὀδ. Λ. 123, ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 4. 53., 6. 119., 7. 30, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: - παροιμ. φράσεις: οὐ σύ γ’ ἂν ... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης, Ὀδ. Ρ. 455· φής μοι πάντα δόμεν· [[τάχα]] δ’ ... οὐδ’ ἅλα δοίης Θεόκρ. 27. 61· [[ἅλας]] συναναλῶσαι, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις συνδεδεμένος διὰ δεσμῶν, ξενίας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 3· τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον, τὸ νὰ ἔχῃ φάγῃ τις ὁλόκληρον μέδιμνον ἅλατος μετά τινος ἄλλου, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις παλαιὸς φίλος τοῦ ἄλλου, Πλάτ. 2. 94Α· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 35· ὅρκον μέγαν, [[ἅλας]] τε καὶ τράπεζαν, Ἀρχίλ. 96· ποῦ ἅλες· ποῦ τράπεζαι, Δημ. 400. 16· τοὺς [[ἅλας]] παραβαίνειν, ὁ αὐτ. 401. 3· ἔτι καὶ οἱ τῆς πόλεως ἅλες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξενικὴ [[τράπεζα]], [[ἔφησθα]] γὰρ τοὺς τῆς πόλεως [[ἅλας]] περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης, ὅτι θὰ προτιμήσῃς τὸ «ψωμὶ καὶ ἁλάτι» τῆς πατρίδος σου ἀπὸ τὰ ἁβρὰ ἐδέσματα ξένης τραπ., Αἰσχίν. Γ, 62, 10: ἁλῶν δὲ [[φόρτος]] [[ἔνθεν]] ἦλθεν, ἔνθ’ ἔβη, ἐπὶ ἀνθρώπων ἀπολεσάντων ὅ,τι ἔλαβον. Παροιμιογρ. ἅλασιν ὕει, ἐπὶ [[μεγάλης]] ἀφθονίας, Σουΐδ. ΙΙ. = [[ἅλμη]], «ἅρμη», Λατ. muria, Καλλ. Ἀποσπ. 50: [[ὡσαύτως]] ἁλὸς [[ἄνθος]]· πρβλ. [[ἁλοσάνθινος]]. ΙΙΙ. ἅλες, = ἁλυκή, [[μέρος]] [[ἔνθα]] παρασκευάζεται καὶ συνάγεται τὸ [[ἅλας]]· ἀμφ., ἴδε ἁλή. IV. ἅλες, [[ὡσαύτως]] μεταφ. ὡς τὸ Λατ. sales, εὐφυΐα, Πλούτ. 2. 685Α. (ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἅλας, ἁλή, ἅλμη, ἁλμυρός, ἁλίζω· πρβλ. Σανσκριτ. sar-as (sal)· Λατ. sal, sul-inus, sal-sus, Γοτθ. salt ([[ἅλας]]), saltum ([[ἁλίζω]]), Παλ. Ὑψ. Γερμ. sulza (salsugo), κτλ.: ἴδε ἑπομ. λέξ.).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ἁλός (ἡ) :<br />la mer.<br />'''Étymologie:''' pour *σαλς, de la R. Σαλ, Ἁλ sauter, bondir ; cf. [[ἅλλομαι]] ; litt. « la bondissante ».<br /><span class="bld">2</span>ἁλός (ὁ) :<br /><b>1</b> bloc de sel, rocher de sel;<br /><b>2</b> sel pour saupoudrer;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> sel d'une plaisanterie, d'un écrit.<br />'''Étymologie:''' p. *σαλς de [[ἅλς]]¹, l'idée de « mer, eau salée » ayant amené à l'idée de « sel » ; cf. <i>lat.</i> sal.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth