ἄχθομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0418.png Seite 418]] ([[ἄχθος]]), eigtl. pass., fut. ἀχθέσομαι Ar. Nubb. 852. 1432; Plat. Rep. X. 603 e, [[varia lectio|v.l.]] ἀχθεσθήσομαι; Hipp. mai. 292 e; nach den Atticisten unattisch ἀχθεσθήσομαι, Andoc. 3, 21; Plat. Gorg. 506 c; Xen. Cyr. 8, 4, 10; Aeschin. u. Folgde; aor. ἠχθέσθην; – 1) [[belastet]], [[beschwert sein]]; νηῦς [[ἤχθετο]] τοῖσι νέεσθαι, ihr Schiff war zur Abfahrt befrachtet, Od. 15, 457; übertr., ἀχθομένην ὀδύνῃσι, mit Schmerzen beladen, Il 5, 354; [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], ich bin (in Beziehung auf) durch die Wunde belästigt, 5, 361; [[ἤχθετο]] κῆρ, er empfand Schmerz im Herzen, 11, 274. 400; von Gemüthszuständen, sich belästigt fühlen, unwillig, betrübt sein über etwas, zürnen auf Einen, neben βαρέως [[φέρω]] Ar. Eccl. 174; Ggstz [[ἥδομαι]] Xen. Hell. 5, 2, 7; am gewöhnlichsten τινί, τοῖς παροῦσι, Soph. Phil. 970; τῇ πλάνῃ Her. 2, 103; τῷ δεσπότῃ Plat. Gorg. 510 d; τοῖς πρέσβεσι Ar. Ach. 62; οἱ [[μάλιστα]] τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι Thuc. 6, 28; τοῖς γεγενημένοις Xen. An. 7. 6, 10; ἐπί τινι; von Sachen, ἐπὶ τῷ φρονήματι Hell. 7, 1, 32, wie Mem. 2, 4. 3 u. oft Plut.; seltener ἐφ' ἑκάστου, Plat. Parm. 130 a; [[περί]] τινος Her. 8, 99; [[ὑπέρ]] τινος. sich in Jemandes Namen ärgern, Ar. Lys. 10; Plat. Apol. 23 e; mit acc., wie oben [[ἕλκος]], so τοῦτο, ὅτι, Xen. An. 3, 2, 20, wozu noch ein partic. tritt, [[ἤχθετο]] δαμναμένους. er betrübte sich, daß sie besiegt würden, Il. 13, 352; Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντα Eupol. beim Schol. zu d. St.; τοιούτους κωμῳδουμένους Xen Ath. 2, 18; mit gen. abs., [[ἤχθετο]] ἐκείνων πολεμούντων An. 1, 1. 8; [[ἄχθομαι]] ἰδών, es ist mir unangenehm zu sehen, daß ich sehe, Soph. 671; [[ἄχθομαι]] ἁμαρτάνων, ich ärgere mich, daß ich verfehle, Thuc. 1, 92; [[ἄχθομαι]] εἰσιών Ar. Plut. 234; [[λάθρα]] συγγινόμενοι Plat. Prot. 342 c; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 20; umgekehrt, οὐκ ἀχθόμενοι πλανώμεθα, nicht ungern, 1, 3, 5. Sonst folgen noch ὅτι, Ar. Plut. 899; Xen. Cyr. 3, 3, 13; εἰ, ἐάν, Xen. Cyr. 8, 4, 9; Eur. I. A. 1414. Erst Sp., wie Plut., haben auch den bloßen gen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0418.png Seite 418]] ([[ἄχθος]]), eigtl. pass., fut. ἀχθέσομαι Ar. Nubb. 852. 1432; Plat. Rep. X. 603 e, [[varia lectio|v.l.]] ἀχθεσθήσομαι; Hipp. mai. 292 e; nach den Atticisten unattisch ἀχθεσθήσομαι, Andoc. 3, 21; Plat. Gorg. 506 c; Xen. Cyr. 8, 4, 10; Aeschin. u. Folgde; aor. ἠχθέσθην; – 1) [[belastet]], [[beschwert sein]]; νηῦς [[ἤχθετο]] τοῖσι νέεσθαι, ihr Schiff war zur Abfahrt befrachtet, Od. 15, 457; übertr., ἀχθομένην ὀδύνῃσι, mit Schmerzen beladen, Il 5, 354; [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], ich bin (in Beziehung auf) durch die Wunde belästigt, 5, 361; [[ἤχθετο]] κῆρ, er empfand Schmerz im Herzen, 11, 274. 400; von Gemüthszuständen, sich belästigt fühlen, unwillig, betrübt sein über etwas, zürnen auf Einen, neben βαρέως [[φέρω]] Ar. Eccl. 174; Ggstz [[ἥδομαι]] Xen. Hell. 5, 2, 7; am gewöhnlichsten τινί, τοῖς παροῦσι, Soph. Phil. 970; τῇ πλάνῃ Her. 2, 103; τῷ δεσπότῃ Plat. Gorg. 510 d; τοῖς πρέσβεσι Ar. Ach. 62; οἱ [[μάλιστα]] τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι Thuc. 6, 28; τοῖς γεγενημένοις Xen. An. 7. 6, 10; ἐπί τινι; von Sachen, ἐπὶ τῷ φρονήματι Hell. 7, 1, 32, wie Mem. 2, 4. 3 u. oft Plut.; seltener ἐφ' ἑκάστου, Plat. Parm. 130 a; [[περί]] τινος Her. 8, 99; [[ὑπέρ]] τινος. sich in Jemandes Namen ärgern, Ar. Lys. 10; Plat. Apol. 23 e; mit acc., wie oben [[ἕλκος]], so τοῦτο, ὅτι, Xen. An. 3, 2, 20, wozu noch ein partic. tritt, [[ἤχθετο]] δαμναμένους. er betrübte sich, daß sie besiegt würden, Il. 13, 352; Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντα Eupol. beim Schol. zu d. St.; τοιούτους κωμῳδουμένους Xen Ath. 2, 18; mit gen. abs., [[ἤχθετο]] ἐκείνων πολεμούντων An. 1, 1. 8; [[ἄχθομαι]] ἰδών, es ist mir unangenehm zu sehen, daß ich sehe, Soph. 671; [[ἄχθομαι]] ἁμαρτάνων, ich ärgere mich, daß ich verfehle, Thuc. 1, 92; [[ἄχθομαι]] εἰσιών Ar. Plut. 234; [[λάθρα]] συγγινόμενοι Plat. Prot. 342 c; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 20; umgekehrt, οὐκ ἀχθόμενοι πλανώμεθα, nicht ungern, 1, 3, 5. Sonst folgen noch ὅτι, Ar. Plut. 899; Xen. Cyr. 3, 3, 13; εἰ, ἐάν, Xen. Cyr. 8, 4, 9; Eur. I. A. 1414. Erst Sp., wie Plut., haben auch den bloßen gen.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀχθέσομαι <i>ou</i> ἀχθεσθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠχθέσθην]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être chargé : [[νηῦς]] ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être accablé, souffrir : ἤχθετο [[κῆρ]] IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι [[ἕλκος]] IL souffrir d'une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; <i>en gén.</i> ἄχθεσθαι τινί, [[ἐπί]] τινι, [[περί]] τινος être importuné de qqn <i>ou</i> de qch, supporter qqn <i>ou</i> qch avec peine : ἤχθετο δαμναμένους IL il s'irritait de les voir vaincus ; οὐδὲν ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων XÉN il ne lui était nullement désagréable de les voir s'engager dans la guerre ; ἐγὼ [[ἄχθομαι]] τρέφων [[ὑμᾶς]] XÉN je suis fâché de vous nourrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχθομαι''': παθ. μέσ. μέλλ. ἀχθέσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 865, 1441, Ὄρν. 84, Πλάτ. Πολ. 603Ε, Ἱππ. Μείζ. 292Ε (μετὰ διαφ. γραφ. ἀχθήσομαι)· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀχθεσθήσομαι, Ἀνδοκ. 26. 7, Πλάτ. Γοργ. 506C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 10 (συν-) Αἰσχίν. 88. 23· πρκμ. ἤχθημαι Λυκόφρ. 827· ἀόρ. ἠχθέσθην Ἡρόδ. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 390, Θουκ. (ἴδε ἐν λ. [[ἄγχω]]). Βαρύνομαι διὰ φορτίου, φορτώνομαι, ὅτε δή [[κοίλη]] [[νηῦς]] [[ἤχθετο]] τοῖσι νέεσθαι, ἐφορτώθη πρὸς ἀπόπλουν, Ὀδ. Ο. 457· μετὰ γεν., [[τράπεζα]] τυροῦ καί μέλιτος πίονος ἀχθομένη Ξενοφάν. 1. 10· μετὰ δοτ., ἐλάτην... ἀχθομένην ὄζοις Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1191. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ψυχικοῦ ἄχθους, ἀνιῶμαι, λυποῦμαι, δυσθύμως ἔχω, στενοχωροῦμαι: ― Σύνταξις: ἀπόλ., [[ἤχθετο]] γάρ κῆρ Ἰλ. Λ. 274, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 390· ὅτῳ μή ἀχθομένῳ εἴη (συντάσσ. ὡς τὸ ἀσμένῳ, βουλομένῳ ἐστί), Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· [[ὡσαύτως]] ἀχθομένην ὀδύνῃσι Ἰλ. Ε. 354· ἀλλ. ἄχθ. τινι, ἐπί τινι ἢ [[ἐναντίον]] προσώπου τινός, Ἡρόδ. 2. 103., 3. 1, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 62, Εἰρ. 119, Θουκ. 6. 28, κτλ.· μή μοι ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ Πλάτ. Ἀπολ. 31Ε· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32, κτλ.· ἐπὶ τινος Πλάτ. Παρμ. 130Α· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 8. 99· ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε· διά τινα Ἰσοκρ. 236C: - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] Ἰλ. Ε. 361· οὕτω μετ’ οὐδετέρ. ἐπίθ., τοῦτο Ξεν. Ἀν 3. 2, 20· μεῖζον Πλάτ. Συμπ. 216C· μετὰ γεν., τῆς οἰκίας Πλουτ. Ποπλ. 10:- [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ. ἢ τοῦ ὑποκειμένου, ὡς οὐκ ἄχθομαί σ’ ἰδών τε καὶ λαβών φίλον Σοφ. Φ. 671, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 234. Θουκ. 1. 92, κτλ., ἤ τοῦ ἀντικειμένου, [[ἤχθετο]] δαμναμένους, ὅτι ἐνικῶντο, Ἰλ. Ν. 353· Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ’ [[ἄχθομαι]] Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 7· ἀλλ’ ἡ μετοχὴ τοῦ ἀντικειμένου τίθεται [[ὡσαύτως]] κατὰ γεν., οὐδὲν [[ἤχθετο]] αὐτῶν πολεμούντων Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 1. 95· καὶ [[ἐνίοτε]] μετὰ δοτ., ὅδε σοι ἄχθεται λέγοντι Πλάτ. Μένων 99Ε· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἄχθ. εἰ…, ἤ ἤν..., Εὐρ. Ι. Α. 1414, Θουκ. 8. 109, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Ε· ἧττον συχνῶς, ἄχθ. ὅτι..., Ἀριστοφ. Πλ.· 899, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 13, Πλάτ. Πολ. 549G.
|lstext='''ἄχθομαι''': παθ. μέσ. μέλλ. ἀχθέσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 865, 1441, Ὄρν. 84, Πλάτ. Πολ. 603Ε, Ἱππ. Μείζ. 292Ε (μετὰ διαφ. γραφ. ἀχθήσομαι)· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀχθεσθήσομαι, Ἀνδοκ. 26. 7, Πλάτ. Γοργ. 506C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 10 (συν-) Αἰσχίν. 88. 23· πρκμ. ἤχθημαι Λυκόφρ. 827· ἀόρ. ἠχθέσθην Ἡρόδ. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 390, Θουκ. (ἴδε ἐν λ. [[ἄγχω]]). Βαρύνομαι διὰ φορτίου, φορτώνομαι, ὅτε δή [[κοίλη]] [[νηῦς]] [[ἤχθετο]] τοῖσι νέεσθαι, ἐφορτώθη πρὸς ἀπόπλουν, Ὀδ. Ο. 457· μετὰ γεν., [[τράπεζα]] τυροῦ καί μέλιτος πίονος ἀχθομένη Ξενοφάν. 1. 10· μετὰ δοτ., ἐλάτην... ἀχθομένην ὄζοις Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1191. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ψυχικοῦ ἄχθους, ἀνιῶμαι, λυποῦμαι, δυσθύμως ἔχω, στενοχωροῦμαι: ― Σύνταξις: ἀπόλ., [[ἤχθετο]] γάρ κῆρ Ἰλ. Λ. 274, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 390· ὅτῳ μή ἀχθομένῳ εἴη (συντάσσ. ὡς τὸ ἀσμένῳ, βουλομένῳ ἐστί), Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· [[ὡσαύτως]] ἀχθομένην ὀδύνῃσι Ἰλ. Ε. 354· ἀλλ. ἄχθ. τινι, ἐπί τινι ἢ [[ἐναντίον]] προσώπου τινός, Ἡρόδ. 2. 103., 3. 1, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 62, Εἰρ. 119, Θουκ. 6. 28, κτλ.· μή μοι ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ Πλάτ. Ἀπολ. 31Ε· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32, κτλ.· ἐπὶ τινος Πλάτ. Παρμ. 130Α· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 8. 99· ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε· διά τινα Ἰσοκρ. 236C: - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] Ἰλ. Ε. 361· οὕτω μετ’ οὐδετέρ. ἐπίθ., τοῦτο Ξεν. Ἀν 3. 2, 20· μεῖζον Πλάτ. Συμπ. 216C· μετὰ γεν., τῆς οἰκίας Πλουτ. Ποπλ. 10:- [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ. ἢ τοῦ ὑποκειμένου, ὡς οὐκ ἄχθομαί σ’ ἰδών τε καὶ λαβών φίλον Σοφ. Φ. 671, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 234. Θουκ. 1. 92, κτλ., ἤ τοῦ ἀντικειμένου, [[ἤχθετο]] δαμναμένους, ὅτι ἐνικῶντο, Ἰλ. Ν. 353· Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ’ [[ἄχθομαι]] Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 7· ἀλλ’ ἡ μετοχὴ τοῦ ἀντικειμένου τίθεται [[ὡσαύτως]] κατὰ γεν., οὐδὲν [[ἤχθετο]] αὐτῶν πολεμούντων Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 1. 95· καὶ [[ἐνίοτε]] μετὰ δοτ., ὅδε σοι ἄχθεται λέγοντι Πλάτ. Μένων 99Ε· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἄχθ. εἰ…, ἤ ἤν..., Εὐρ. Ι. Α. 1414, Θουκ. 8. 109, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Ε· ἧττον συχνῶς, ἄχθ. ὅτι..., Ἀριστοφ. Πλ.· 899, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 13, Πλάτ. Πολ. 549G.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀχθέσομαι <i>ou</i> ἀχθεσθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠχθέσθην]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être chargé : [[νηῦς]] ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être accablé, souffrir : ἤχθετο [[κῆρ]] IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι [[ἕλκος]] IL souffrir d'une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; <i>en gén.</i> ἄχθεσθαι τινί, [[ἐπί]] τινι, [[περί]] τινος être importuné de qqn <i>ou</i> de qch, supporter qqn <i>ou</i> qch avec peine : ἤχθετο δαμναμένους IL il s'irritait de les voir vaincus ; οὐδὲν ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων XÉN il ne lui était nullement désagréable de les voir s'engager dans la guerre ; ἐγὼ [[ἄχθομαι]] τρέφων [[ὑμᾶς]] XÉN je suis fâché de vous nourrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth