ἄμοιρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0127.png Seite 127]] ohne Antheil ([[μοῖρα]]), entbehrend, τινός, bes. eines Gutes, Aesch. Spt. 715; Eum. 333; Soph. Al 1306; Ant 1058; Eur. Phoen. 613. Ebenso Plat., τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν Conv. 202 d; ὕβρεως ἄμ., frei von, 181 c; λόγοι ἄμ. πράξεων Dem. 11, 23; ohne cas., unglücklich, Plat. Legg. IX, 878 b Conv. 197 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0127.png Seite 127]] ohne Antheil ([[μοῖρα]]), entbehrend, τινός, bes. eines Gutes, Aesch. Spt. 715; Eum. 333; Soph. Al 1306; Ant 1058; Eur. Phoen. 613. Ebenso Plat., τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν Conv. 202 d; ὕβρεως ἄμ., frei von, 181 c; λόγοι ἄμ. πράξεων Dem. 11, 23; ohne cas., unglücklich, Plat. Legg. IX, 878 b Conv. 197 d.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne participe pas à, exclu de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μοῖρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμοιρος''': -ον, ὅμοιον τῷ [[ἄμμορος]], ὁ μὴ ἔχων κλῆρον ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι πράγματι, τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 732. Εὐμ. 353, κτλ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἀποκλεισθέντων ἐξ ἀγαθοῦ τινος πράγματος ἢ στερηθέντων [[αὐτοῦ]], τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν [[ἄμοιρος]] Πλάτ. Συμπ. 202D τῆς τοῦ θείου συνουσίας ὁ αὐτ. Φαίδων 83Ε· τῆς ἀρετῆς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 14: ― σπανίως, ἀπηλλαγμένος κακοῦ τινος, ἀμ. ὕβρεως, μεταβολῆς, Πλάτ. Συμπ. 181C. Πολιτ. 269Ε· 2) ἀπολ., ὡς τὸ [[ἄμμορος]], [[ἀτυχής]], [[κακόμοιρος]], [[δυστυχής]], ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Φοίν. 613, Πλάτ. Συμπ. 197D. ΙΙ. μ. γεν. προσ.: ἔχεις δὲ τῶν [[κάτωθεν]] ἐνθάδ’ αὖ θεῶν ἄμοιρον, κατέχεις δὲ [[ἐνταῦθα]] ἀμέτοχον τῶν [[κάτω]] θεῶν, Σοφ. Ἀντ. 1071. ― Παρὰ Πινδ. Ν. 6. 26 νῦν ἀναγινώσκεται [[ἄμμορος]].
|lstext='''ἄμοιρος''': -ον, ὅμοιον τῷ [[ἄμμορος]], ὁ μὴ ἔχων κλῆρον ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι πράγματι, τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 732. Εὐμ. 353, κτλ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἀποκλεισθέντων ἐξ ἀγαθοῦ τινος πράγματος ἢ στερηθέντων [[αὐτοῦ]], τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν [[ἄμοιρος]] Πλάτ. Συμπ. 202D τῆς τοῦ θείου συνουσίας ὁ αὐτ. Φαίδων 83Ε· τῆς ἀρετῆς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 14: ― σπανίως, ἀπηλλαγμένος κακοῦ τινος, ἀμ. ὕβρεως, μεταβολῆς, Πλάτ. Συμπ. 181C. Πολιτ. 269Ε· 2) ἀπολ., ὡς τὸ [[ἄμμορος]], [[ἀτυχής]], [[κακόμοιρος]], [[δυστυχής]], ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Φοίν. 613, Πλάτ. Συμπ. 197D. ΙΙ. μ. γεν. προσ.: ἔχεις δὲ τῶν [[κάτωθεν]] ἐνθάδ’ αὖ θεῶν ἄμοιρον, κατέχεις δὲ [[ἐνταῦθα]] ἀμέτοχον τῶν [[κάτω]] θεῶν, Σοφ. Ἀντ. 1071. ― Παρὰ Πινδ. Ν. 6. 26 νῦν ἀναγινώσκεται [[ἄμμορος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne participe pas à, exclu de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μοῖρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml