ἐγχώριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] (auch ἐγχωρίη, [[ἐσθής]] Her. 6, 35, [[λίμνη]] Pind. Ol. 5, 11), 1) inländisch, einheimisch, vaterländisch; βασιλῆες Pind. Ol. 9, 60; ἥρωες Thuc. 2, 74; neben [[πατρῷος]] 4, 71; θεοί Soph. Tr. 182, vgl. El. 67; Einwohner, τῆσδε γῆς Soph. O. C. 875; Eur. Ion 1167; nach B. A. 187. 259 von [[ἐπιχώριος]] unterschieden, der im Lande ist. – 2) auf dem Lande, ländlich, Hes. O. 342, [[varia lectio|v.l.]] für [[ἐγκώμιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] (auch ἐγχωρίη, [[ἐσθής]] Her. 6, 35, [[λίμνη]] Pind. Ol. 5, 11), 1) inländisch, einheimisch, vaterländisch; βασιλῆες Pind. Ol. 9, 60; ἥρωες Thuc. 2, 74; neben [[πατρῷος]] 4, 71; θεοί Soph. Tr. 182, vgl. El. 67; Einwohner, τῆσδε γῆς Soph. O. C. 875; Eur. Ion 1167; nach B. A. 187. 259 von [[ἐπιχώριος]] unterschieden, der im Lande ist. – 2) auf dem Lande, ländlich, Hes. O. 342, [[varia lectio|v.l.]] für [[ἐγκώμιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui réside dans le pays, qui est du pays, national, indigène : [[ἐγχώριος]] γῆς SOPH habitant d'un pays;<br /><b>2</b> propre aux habitants d'un pays, national.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χώρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχώριος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η ἢ α, ον, Ἡρόδ. 6. 35, Πινδ. Ο. 5. 25 ([[χώρα]]): - ὁ ἐν τῇ χώρᾳ, ὁ ἐκ τῆς χώρας, [[ἐγχώριος]], [[ἐντόπιος]], ἐσθὴς ἐγχωρίη Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐγχωρία λίμνα Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐγχ. θεοί, δαίμονες, ἥρωες Αἰσχύλ. Θήβ. 14, Ἀγ. 810, Σοφ. Τρ. 183, Θουκ. 2. 74· [[κάρτα]] δ’ ἔστ’ ἐγχ., ἀληθῶς [[γνήσιος]] Θηβαῖος, Αἰσχύλ. Θήβ. 413· ἐγχ. πυροί, ἀντίθετον τῷ ἐπείσακτοι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 82· ἐπὶ ἀνέμων, ἐπιχωριάζων, ἐπικρατῶν ἐν τῷ τόπῳ, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 12, 11. 2) ὡς οὐσιαστ., [[κάτοικος]], [[ἔνοικος]], ἐγχ. τῆσδε γῆς Σοφ. Ο. Κ. 871, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1167· οἱ ἐγχ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 10· 3) τὸ ἐγχώριον ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου, Θουκ. 4. 78. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν χώραν ἢ ἐκ τῆς χώρας, [[ἀγροτικός]], δι. γρ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 342.
|lstext='''ἐγχώριος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η ἢ α, ον, Ἡρόδ. 6. 35, Πινδ. Ο. 5. 25 ([[χώρα]]): - ὁ ἐν τῇ χώρᾳ, ὁ ἐκ τῆς χώρας, [[ἐγχώριος]], [[ἐντόπιος]], ἐσθὴς ἐγχωρίη Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐγχωρία λίμνα Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐγχ. θεοί, δαίμονες, ἥρωες Αἰσχύλ. Θήβ. 14, Ἀγ. 810, Σοφ. Τρ. 183, Θουκ. 2. 74· [[κάρτα]] δ’ ἔστ’ ἐγχ., ἀληθῶς [[γνήσιος]] Θηβαῖος, Αἰσχύλ. Θήβ. 413· ἐγχ. πυροί, ἀντίθετον τῷ ἐπείσακτοι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 82· ἐπὶ ἀνέμων, ἐπιχωριάζων, ἐπικρατῶν ἐν τῷ τόπῳ, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 12, 11. 2) ὡς οὐσιαστ., [[κάτοικος]], [[ἔνοικος]], ἐγχ. τῆσδε γῆς Σοφ. Ο. Κ. 871, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1167· οἱ ἐγχ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 10· 3) τὸ ἐγχώριον ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου, Θουκ. 4. 78. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν χώραν ἢ ἐκ τῆς χώρας, [[ἀγροτικός]], δι. γρ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 342.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui réside dans le pays, qui est du pays, national, indigène : [[ἐγχώριος]] γῆς SOPH habitant d'un pays;<br /><b>2</b> propre aux habitants d'un pays, national.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χώρα]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater