ἐκσυρίσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
(1ab)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>réc. c.</i> [[ἐκσυρίττω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσῡρίσσω''': Ἀττ. -ττω, διὰ συριγμῶν ἀποδοκιμάζων [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, τινὰ Δημ. 449. 19· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21: ― [[ἐκπέμπω]] σφοδρὸν συριγμόν, καί τις [[δράκων]] [[ὑπερμεγέθης]]... ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε Δίων Κ. 51. 17.
|lstext='''ἐκσῡρίσσω''': Ἀττ. -ττω, διὰ συριγμῶν ἀποδοκιμάζων [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, τινὰ Δημ. 449. 19· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21: ― [[ἐκπέμπω]] σφοδρὸν συριγμόν, καί τις [[δράκων]] [[ὑπερμεγέθης]]... ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε Δίων Κ. 51. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>réc. c.</i> [[ἐκσυρίττω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm