ἐκφεύγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0785.png Seite 785]] (s. [[φεύγω]]), herausfliehen, wegfliehen; absolut, Od. 19, 231; Aesch. Pers. 502; Soph. Ai. 449; Plat. Conv. 189 b; ἀφ' ὑμῶν Soph. El. 383; – τινός, wenn der Ort bezeichnet wird, z. B. πολιῆς ἁλός, entkommen aus dem Meere, Od. 23, 236; [[βέλος]] [[ἔκφυγε]] χειρός Il. 11, 380; τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι, dem Gesteinigtwerden, Xen. An. 1, 3, 2, ein ms. hat τό, vgl. Andoc. 2, 9 τό γε δυστυχέστατος εἶναι ἀνθρώπων [[οὐδαμῇ]] [[ἐκφεύγω]], s. unten; – ματρὸς ἐκ κόλπων Leon. Tar. 41 (Plan. 182); – gew. τί, aus einer drohenden Gefahr entrinnen; θάνατον Il. 11, 362; Pind. Ol. 11, 44; Her. 6, 104; κῆρα, κακότητα, Od. 4, 512. 5, 414; νοῦσον Her. 1, 25; Σκύθας 6, 40; τὴν πεπρωμένην Aesch. Prom. 516, vgl. Plat. Gorg. 512 e, seinem Schicksale entgehen; αἵαατος δίκην Aesch. Eum. 722; [[πάθος]] Soph. O. R. 840; τὰν ἐκ θεῶν νέμεσιν Phil. 514; τοὺς ἑτέρους Plat. Theaet. 181 a; οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ ἐπονείδιστον εἶναι Plat. Phaedr. 277 e; τὸ μὴ ἕτερα εἶναι [[ἀλλήλων]] Parmen. 147 a. Vgl. Soph. 235 d. – Von Verklagten, freigesprochen werden, Ar. Vesp. 157 u. A.; – τόποι τὴν χιόνα ἐκφεύγοντες, wo kein Schnee liegt, Pol. 3, 55, 7; – ἐκφεύγει τι ἐμέ, es entgeht mir Etwas, Dem. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0785.png Seite 785]] (s. [[φεύγω]]), herausfliehen, wegfliehen; absolut, Od. 19, 231; Aesch. Pers. 502; Soph. Ai. 449; Plat. Conv. 189 b; ἀφ' ὑμῶν Soph. El. 383; – τινός, wenn der Ort bezeichnet wird, z. B. πολιῆς ἁλός, entkommen aus dem Meere, Od. 23, 236; [[βέλος]] [[ἔκφυγε]] χειρός Il. 11, 380; τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι, dem Gesteinigtwerden, Xen. An. 1, 3, 2, ein ms. hat τό, vgl. Andoc. 2, 9 τό γε δυστυχέστατος εἶναι ἀνθρώπων [[οὐδαμῇ]] [[ἐκφεύγω]], s. unten; – ματρὸς ἐκ κόλπων Leon. Tar. 41 (Plan. 182); – gew. τί, aus einer drohenden Gefahr entrinnen; θάνατον Il. 11, 362; Pind. Ol. 11, 44; Her. 6, 104; κῆρα, κακότητα, Od. 4, 512. 5, 414; νοῦσον Her. 1, 25; Σκύθας 6, 40; τὴν πεπρωμένην Aesch. Prom. 516, vgl. Plat. Gorg. 512 e, seinem Schicksale entgehen; αἵαατος δίκην Aesch. Eum. 722; [[πάθος]] Soph. O. R. 840; τὰν ἐκ θεῶν νέμεσιν Phil. 514; τοὺς ἑτέρους Plat. Theaet. 181 a; οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ ἐπονείδιστον εἶναι Plat. Phaedr. 277 e; τὸ μὴ ἕτερα εἶναι [[ἀλλήλων]] Parmen. 147 a. Vgl. Soph. 235 d. – Von Verklagten, freigesprochen werden, Ar. Vesp. 157 u. A.; – τόποι τὴν χιόνα ἐκφεύγοντες, wo kein Schnee liegt, Pol. 3, 55, 7; – ἐκφεύγει τι ἐμέ, es entgeht mir Etwas, Dem. öfter.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> fuir hors de, s'enfuir : [[ἁλός]] OD s'échapper de la mer ; <i>en parl. d'un trait</i> ἐκφ. χειρός IL s'échapper <i>ou</i> tomber de la main ; [[ἀπό]] τινος SOPH fuir loin de qqn;<br /><b>2</b> échapper à, acc. : κῆρας OD échapper aux génies de la mort ; ἐκφ. τὴν πεπρωμένην ESCHL, τὰν [[θεῶν]] νέμεσιν SOPH, νοῦσον HDT échapper à sa destinée, à la vengeance des dieux, à une maladie ; ἐκφεύγει με [[τοῦτο]] SOPH cela m'échappe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φεύγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφεύγω''': μέλλ. -ξομαι καὶ ξοῦμαι: ‒ [[φεύγω]] ἔξω ἢ [[μακράν]], [[διαφεύγω]], ἀπολ., ἐκφυγέειν μεμαὼς Ὀδ. Τ. 231, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 510, κτλ.· ‒ ἰδίως ἐπὶ κατηγορουμένου, ἀθῳοῦμαι, Ἀριστοφ. Σφ. 157· φεύγων ἐκφεύγει Ἡρόδ. 5. 95. 2) μετὰ γεν., [[διαφεύγω]] ἔκ τινος, ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἠπειρόνδε Ὀδ. Ψ. 236· Κλέαρχος δὲ [[τότε]] μὲν μικρὸν ἐξέφυγε (τὸ) μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ βέλους, [[βέλος]] [[ἔκφυγε]] χειρὸς Ἰλ. Λ. 380. 3) μετ᾿ αἰτ., [[διαφεύγω]], «γλυτώνω» ὡς τὸ Λατ. fugio, ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Ἰλ. Λ. 362· [[ἔκφυγε]] κῆρας Ὀδ. Δ. 512· ἐκφυγέειν κακότητα Ε. 414· νοῦσον Ἡρόδ. 1. 25· Σκύθας 6. 40· τὴν πεπρωμένην Αἰσχύλ. Πρ. 510· τὰν θεῶν νέμεσιν Σοφ. Φ. 517, κτλ. β) [[ἁπλῶς]] ἔχω ἐκφύγει, εἶμαι [[πέραν]] (τῶν ὁρίων) τινός, οὐ πολλὰ ἐκφεύγεις παιδίας ἔτη Πλάτ. Πολιτ. 268Ε. γ) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκφεύγει μέ τι, μὲ διαφεύγει τι, Σοφ. Ο. Τ. 111, Εὐρ. Ἑλ. 1622· ἐκφύγοι τὰ πράγματ᾿ αὐτὸν Δημ. 236. 22, πρβλ. 378. 29· ἐκφ. τὰς αἰσθήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13, 3, 9. δ) ἐκφεύγοντες τὴν χιόνα τόποι, δηλ. ἐν οἷς χιὼν δὲν πίπτει, Πολύβ. 3. 55, 7. 4) μετ᾿ ἀπαρεμφ., οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ [[εἶναι]]... Πλάτ. Φαῖδρ. 277Ε, πρβλ. Παρμ. 147Α, Σοφ. 235D· ἐκφ. τὸ ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Α.
|lstext='''ἐκφεύγω''': μέλλ. -ξομαι καὶ ξοῦμαι: ‒ [[φεύγω]] ἔξω ἢ [[μακράν]], [[διαφεύγω]], ἀπολ., ἐκφυγέειν μεμαὼς Ὀδ. Τ. 231, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 510, κτλ.· ‒ ἰδίως ἐπὶ κατηγορουμένου, ἀθῳοῦμαι, Ἀριστοφ. Σφ. 157· φεύγων ἐκφεύγει Ἡρόδ. 5. 95. 2) μετὰ γεν., [[διαφεύγω]] ἔκ τινος, ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἠπειρόνδε Ὀδ. Ψ. 236· Κλέαρχος δὲ [[τότε]] μὲν μικρὸν ἐξέφυγε (τὸ) μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ βέλους, [[βέλος]] [[ἔκφυγε]] χειρὸς Ἰλ. Λ. 380. 3) μετ᾿ αἰτ., [[διαφεύγω]], «γλυτώνω» ὡς τὸ Λατ. fugio, ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Ἰλ. Λ. 362· [[ἔκφυγε]] κῆρας Ὀδ. Δ. 512· ἐκφυγέειν κακότητα Ε. 414· νοῦσον Ἡρόδ. 1. 25· Σκύθας 6. 40· τὴν πεπρωμένην Αἰσχύλ. Πρ. 510· τὰν θεῶν νέμεσιν Σοφ. Φ. 517, κτλ. β) [[ἁπλῶς]] ἔχω ἐκφύγει, εἶμαι [[πέραν]] (τῶν ὁρίων) τινός, οὐ πολλὰ ἐκφεύγεις παιδίας ἔτη Πλάτ. Πολιτ. 268Ε. γ) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκφεύγει μέ τι, μὲ διαφεύγει τι, Σοφ. Ο. Τ. 111, Εὐρ. Ἑλ. 1622· ἐκφύγοι τὰ πράγματ᾿ αὐτὸν Δημ. 236. 22, πρβλ. 378. 29· ἐκφ. τὰς αἰσθήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13, 3, 9. δ) ἐκφεύγοντες τὴν χιόνα τόποι, δηλ. ἐν οἷς χιὼν δὲν πίπτει, Πολύβ. 3. 55, 7. 4) μετ᾿ ἀπαρεμφ., οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ [[εἶναι]]... Πλάτ. Φαῖδρ. 277Ε, πρβλ. Παρμ. 147Α, Σοφ. 235D· ἐκφ. τὸ ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Α.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> fuir hors de, s'enfuir : [[ἁλός]] OD s'échapper de la mer ; <i>en parl. d'un trait</i> ἐκφ. χειρός IL s'échapper <i>ou</i> tomber de la main ; [[ἀπό]] τινος SOPH fuir loin de qqn;<br /><b>2</b> échapper à, acc. : κῆρας OD échapper aux génies de la mort ; ἐκφ. τὴν πεπρωμένην ESCHL, τὰν [[θεῶν]] νέμεσιν SOPH, νοῦσον HDT échapper à sa destinée, à la vengeance des dieux, à une maladie ; ἐκφεύγει με [[τοῦτο]] SOPH cela m'échappe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φεύγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth