ἐγκρατής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] ές, 1) festhaltend, χεὶρ ἐγκρατεστάτη, am geschicktesten zum Festhalten, Xen. de re equ. 1, 8, vgl. Cyn. 10, 10; übh. [[handfest]], [[stark]], [[σθένος]] Aesch. Prom. 55; σώματα Xen. Hell. 7, 1, 23; τὸν ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]], das festeste, Soph. Ant. 470. – 2) die Oberhand habend, Herr seiend, Soph. O. R. 941; τινός, einer Sache mächtig, τόξων Phil. 75; χωρέων Her. 8, 49; Thuc. 5, 35; vgl. [[ἱμάτιον]] πριάμενός τις καὶ ἐγκρατὴς ὤν Plat. Theaet. 197 b; τῶν πατρώων Crat. 391 c; ἑαυτοῦ, seiner selbst mächtig, sich selbst beherrschend, Legg. I, 645 e; ἐγκρατεῖς ἑαυτῶν καὶ κόσμιοι Phaedr. 256 b; Ggstz [[ὀξύχειρ]] Nicomach. com. Ath. VII, 291 (v. 33); τινός, in Etwas enthaltsam, [[mäßig]], ἀφροδισίων καὶ γαστρός Xen. Mem. 1, 2, 1, eigtl. Herr seines Bauches, vgl. Cyr. 1, 2, 8 Oec. 9, 11; ἡδονῆς Mem. 4, 1, 14; Dion. Hal. 2, 10; ἐγκρατὴς γίγνεσθαί τινος, Herr über Etwas werden, Plat. Rep. VI 499 d; ἐγκρατὲς δὲ τῆς πόλεως τὰ πολλὰ τὸ [[πλῆθος]] Menex. 238 d. – Adv. ἐγκρατῶς, z. B. ἔχειν τὴν [[ἀρχήν]], fest, kräftig regieren, Arist. pol. 3, 9; ἄρχειν Thuc. 1, 76 u. A.; mäßig, enthaltsam, ἔχειν πρὸς τὰς ἡδονάς Plat. Legg. IV, 710 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] ές, 1) festhaltend, χεὶρ ἐγκρατεστάτη, am geschicktesten zum Festhalten, Xen. de re equ. 1, 8, vgl. Cyn. 10, 10; übh. [[handfest]], [[stark]], [[σθένος]] Aesch. Prom. 55; σώματα Xen. Hell. 7, 1, 23; τὸν ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]], das festeste, Soph. Ant. 470. – 2) die Oberhand habend, Herr seiend, Soph. O. R. 941; τινός, einer Sache mächtig, τόξων Phil. 75; χωρέων Her. 8, 49; Thuc. 5, 35; vgl. [[ἱμάτιον]] πριάμενός τις καὶ ἐγκρατὴς ὤν Plat. Theaet. 197 b; τῶν πατρώων Crat. 391 c; ἑαυτοῦ, seiner selbst mächtig, sich selbst beherrschend, Legg. I, 645 e; ἐγκρατεῖς ἑαυτῶν καὶ κόσμιοι Phaedr. 256 b; Ggstz [[ὀξύχειρ]] Nicomach. com. Ath. VII, 291 (v. 33); τινός, in Etwas enthaltsam, [[mäßig]], ἀφροδισίων καὶ γαστρός Xen. Mem. 1, 2, 1, eigtl. Herr seines Bauches, vgl. Cyr. 1, 2, 8 Oec. 9, 11; ἡδονῆς Mem. 4, 1, 14; Dion. Hal. 2, 10; ἐγκρατὴς γίγνεσθαί τινος, Herr über Etwas werden, Plat. Rep. VI 499 d; ἐγκρατὲς δὲ τῆς πόλεως τὰ πολλὰ τὸ [[πλῆθος]] Menex. 238 d. – Adv. ἐγκρατῶς, z. B. ἔχειν τὴν [[ἀρχήν]], fest, kräftig regieren, Arist. pol. 3, 9; ἄρχειν Thuc. 1, 76 u. A.; mäßig, enthaltsam, ἔχειν πρὸς τὰς ἡδονάς Plat. Legg. IV, 710 a.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui a de la force en soi-même, <i>d'où</i><br /><b>1</b> fort, vigoureux;<br /><b>2</b> qui est en possession du pouvoir, puissant;<br /><b>II.</b> maître de, gén. : ἐγκρατὴς γαστρὸς καὶ ποτοῦ XÉN qui maîtrise son appétit et son désir de boire ; <i>abs.</i> [[ἐγκρατής]] maître de soi, tempérant, continent;<br /><i>Cp.</i> ἐγκρατέστερος, <i>Sp.</i> ἐγκρατέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κράτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκρᾰτής''': -ές, ([[κράτος]]) ὁ ἔχων [[κράτος]], ἐξουσίαν, οὐχ ὁ [[πρέσβυς]] Πόλυβος ἐγκρατὴς ἔτι; Σοφ. Ο. Τ. 941. ΙΙ. στερεῶς κρατῶν, χεὶρ ἐγκρατεστάτη, χεὶρ σταθερώτατα κρατοῦσα, Ξεν. Ἱππ. 7. 8. 2) [[ἰσχυρός]], [[στιβαρός]], ἐγκρατεῖ σθένει Αἰσχύλ. Πρ. 55· τὸν ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]] Σοφ. Ἀντ. 474· ἐγκρ. [[σῶμα]] Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 23. ΙΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, ὁ ἔχων ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του πρᾶγμά τι, κύριός τινος, Λατ. compos rei, Ἡρόδ. 8. 49., 9. 106, Σοφ. Φ. 75, κτλ.· ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]], τὸ [[σχοινίον]] τοῦ μεγάλου ἱστίου, δηλ. τοῦ κυριωτέρου ἱστίου τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 715· ἐγκρ. [[ἑαυτοῦ]], [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β, κ. ἀλλ.· ἐγκρ. ἀφροδισίων, γαστρός, οἴνου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Οἰκ. 12, 16. 2) ἀπολ., [[ἐγκρατής]], [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], Πλάτ. Ὅροι 415D· παιδεύων, συγκρατῶν ἑαυτόν, Λατ. continens, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 4, κτλ. IV. Ἐπίρρ. [[ἐγκρατῶς]], στιβαρᾷ χειρί, ἰσχυρῶς, βία, ἄρχειν 1. 76· ἐγκρ. ἔχειν τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 9. 2) μετ’ ἐγκρατείας, Πλάτ. Νόμ. 710Α.
|lstext='''ἐγκρᾰτής''': -ές, ([[κράτος]]) ὁ ἔχων [[κράτος]], ἐξουσίαν, οὐχ ὁ [[πρέσβυς]] Πόλυβος ἐγκρατὴς ἔτι; Σοφ. Ο. Τ. 941. ΙΙ. στερεῶς κρατῶν, χεὶρ ἐγκρατεστάτη, χεὶρ σταθερώτατα κρατοῦσα, Ξεν. Ἱππ. 7. 8. 2) [[ἰσχυρός]], [[στιβαρός]], ἐγκρατεῖ σθένει Αἰσχύλ. Πρ. 55· τὸν ἐγκρατέστατον [[σίδηρον]] Σοφ. Ἀντ. 474· ἐγκρ. [[σῶμα]] Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 23. ΙΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, ὁ ἔχων ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του πρᾶγμά τι, κύριός τινος, Λατ. compos rei, Ἡρόδ. 8. 49., 9. 106, Σοφ. Φ. 75, κτλ.· ναὸς ἐγκρατῆ [[πόδα]], τὸ [[σχοινίον]] τοῦ μεγάλου ἱστίου, δηλ. τοῦ κυριωτέρου ἱστίου τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 715· ἐγκρ. [[ἑαυτοῦ]], [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β, κ. ἀλλ.· ἐγκρ. ἀφροδισίων, γαστρός, οἴνου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Οἰκ. 12, 16. 2) ἀπολ., [[ἐγκρατής]], [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], Πλάτ. Ὅροι 415D· παιδεύων, συγκρατῶν ἑαυτόν, Λατ. continens, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 4, κτλ. IV. Ἐπίρρ. [[ἐγκρατῶς]], στιβαρᾷ χειρί, ἰσχυρῶς, βία, ἄρχειν 1. 76· ἐγκρ. ἔχειν τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 9. 2) μετ’ ἐγκρατείας, Πλάτ. Νόμ. 710Α.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui a de la force en soi-même, <i>d'où</i><br /><b>1</b> fort, vigoureux;<br /><b>2</b> qui est en possession du pouvoir, puissant;<br /><b>II.</b> maître de, gén. : ἐγκρατὴς γαστρὸς καὶ ποτοῦ XÉN qui maîtrise son appétit et son désir de boire ; <i>abs.</i> [[ἐγκρατής]] maître de soi, tempérant, continent;<br /><i>Cp.</i> ἐγκρατέστερος, <i>Sp.</i> ἐγκρατέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κράτος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR