ἐμπεριπατέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] 1) darauf herumgehen; Hel. 2, 32; ἐμβάταις Luc. adv. indoct. 6; τῷ συμποσίῳ, beim Mahle, conv. 13; ἔν τισι, unter, N. T. – 2) auf Einem herumtreten, ihn verhöhnen, insultare, Plut. adul. et am. discr. 20, vgl. vit. pud. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] 1) darauf herumgehen; Hel. 2, 32; ἐμβάταις Luc. adv. indoct. 6; τῷ συμποσίῳ, beim Mahle, conv. 13; ἔν τισι, unter, N. T. – 2) auf Einem herumtreten, ihn verhöhnen, insultare, Plut. adul. et am. discr. 20, vgl. vit. pud. 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se promener dans, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> insulter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[περιπατέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπεριπατέω''': περιπατῶ, [[περιέρχομαι]] μέ..., ὠνούμενος [[χρυσοῦς]] ἐμβάτας, οἷς [[μόλις]] ἄν τις καὶ [[ἀρτίπους]] ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους [[μόλις]] θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· μετὰ συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. [[περιέρχομαι]] περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., [[χλευάζω]], [[ὑβρίζω]], Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας [[αὐτοῦ]] τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.
|lstext='''ἐμπεριπατέω''': περιπατῶ, [[περιέρχομαι]] μέ..., ὠνούμενος [[χρυσοῦς]] ἐμβάτας, οἷς [[μόλις]] ἄν τις καὶ [[ἀρτίπους]] ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους [[μόλις]] θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· μετὰ συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. [[περιέρχομαι]] περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., [[χλευάζω]], [[ὑβρίζω]], Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας [[αὐτοῦ]] τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se promener dans, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> insulter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[περιπατέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR