ἐμέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] fut. ἐμέσω, perf. ἐμήμεκα, Luc. Lex. 21 ([[vomo]]), ausspeien, ausbrechen, durch Brechen von sich geben; [[αἷμα]] Il. 15, 11; θρόμβους Aesch. Eum. 175; ἐμεῖ (fut. med.) ἰόν 700; sich erbrechen, Plat. Phaedr. 268 b; Xen. An. 4, 8, 20; Hippocr. – Uebtr., vom Worte, plaudern, was Einem in den Mund kommt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] fut. ἐμέσω, perf. ἐμήμεκα, Luc. Lex. 21 ([[vomo]]), ausspeien, ausbrechen, durch Brechen von sich geben; [[αἷμα]] Il. 15, 11; θρόμβους Aesch. Eum. 175; ἐμεῖ (fut. med.) ἰόν 700; sich erbrechen, Plat. Phaedr. 268 b; Xen. An. 4, 8, 20; Hippocr. – Uebtr., vom Worte, plaudern, was Einem in den Mund kommt, Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἤμουν]], <i>f.</i> ἐμοῦμαι, <i>ao.</i> [[ἤμεσα]], <i>pf.</i> ἐμήμεκα, <i>pqp.</i> ἐμημέκειν;<br /><i>Pass. ao.</i> *ἠμέθην &gt; <i>inf.</i> ἐμεθῆναι ; <i>pf.</i> ἐμήμεσμαι;<br />vomir, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεμ, vomir ; cf. <i>lat.</i> vomo.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμέω''': παρατ. ἤμουν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ξεν. Ἀν. 4. 8. 20, Ἰων. ἤμεον Ἡρόδ. 7. 88. μέλλ. ἐμέσω Ἱππ. 467. 4 (Littré 7. σ. 28), Ἀττ. ἐμῶ (ἐνεξ-) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 4· [[ὡσαύτως]] μέσ. μέλλ. ἐμέομαι Ἱππ. 226. 18, 19, ἐμοῦμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 730: ἀόρ. ἤμεσα Ἱππ. 979Ε, κτλ., (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 6, ἀπαρ. ἐμέσαι Ἡρόδ. 1. 133, Ἐπ. ἔμεσα (ἀπ-) Ἰλ. Ξ. 437 ([[ἴσως]] ἐπανορθωτέον ἀντὶ ἐξήμησα ἐν Ἡσ. Θ. 497· ὑπερέμησα ἀπαντᾷ ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἱππ. 462. 32., 467. 23, 32): πρκμ. ἐμήμεκα Λουκ. Λεξιφ. 21, Αἰλ.: ὑπερσ. ἐμημέκκε Ἱππ. 1153Β (Littré 5. σ. 232), ἐμεμέκει Διογ. Λ. 6. 7: - Παθ., μέλλ. ἐμεθήσομαι (ἐξ-) Ἑβδ.: ἀόρ. ἐμεθῆναι Γαλην.: πρκμ. ἐμήμεσμαι Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 21. (Ἐκ √ ϜΕΜ· πρβλ. Σανσκρ. vam, vam-âmi ([[ἐμέω]], vomo), vam-athus ([[ἔμετος]], [[vomitus]])· Παλαιο-Σκανδ. vaem-a ([[αἰσθάνομαι]] ναυτίαν).) Ἐμῶ, «ξερνῶ», αἷμ’ ἐμέων Ἰλ. Ο. 11, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 88· ἐμοῦσα θρόμβους Αἰσχύλ. Εὐμ. 184, πρβλ. 730: ἀπολ., ἐμῶ, ξερνῶ, καί σφι οὐκ ἐμέσαι [[ἔξεστι]] Ἡρόδ. 1. 133, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20 ἐμέειν ἀπὸ συρμαϊσμοῦ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805· ἐμεῖν πτίλῳ, διεγείρειν ἔμετον διὰ πτεροῦ, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 587, (οὕτω, πτερὸν [[ταχέως]] καὶ λεκάνην ἐνεγκάτω Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 6)· μεταφ., [[ἐκχέω]] ἐκ τοῦ στόματός μου κακοὺς λόγους, Εὐνάπ. Προαιρ. σ. 86.
|lstext='''ἐμέω''': παρατ. ἤμουν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ξεν. Ἀν. 4. 8. 20, Ἰων. ἤμεον Ἡρόδ. 7. 88. μέλλ. ἐμέσω Ἱππ. 467. 4 (Littré 7. σ. 28), Ἀττ. ἐμῶ (ἐνεξ-) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 4· [[ὡσαύτως]] μέσ. μέλλ. ἐμέομαι Ἱππ. 226. 18, 19, ἐμοῦμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 730: ἀόρ. ἤμεσα Ἱππ. 979Ε, κτλ., (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 6, ἀπαρ. ἐμέσαι Ἡρόδ. 1. 133, Ἐπ. ἔμεσα (ἀπ-) Ἰλ. Ξ. 437 ([[ἴσως]] ἐπανορθωτέον ἀντὶ ἐξήμησα ἐν Ἡσ. Θ. 497· ὑπερέμησα ἀπαντᾷ ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἱππ. 462. 32., 467. 23, 32): πρκμ. ἐμήμεκα Λουκ. Λεξιφ. 21, Αἰλ.: ὑπερσ. ἐμημέκκε Ἱππ. 1153Β (Littré 5. σ. 232), ἐμεμέκει Διογ. Λ. 6. 7: - Παθ., μέλλ. ἐμεθήσομαι (ἐξ-) Ἑβδ.: ἀόρ. ἐμεθῆναι Γαλην.: πρκμ. ἐμήμεσμαι Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 21. (Ἐκ √ ϜΕΜ· πρβλ. Σανσκρ. vam, vam-âmi ([[ἐμέω]], vomo), vam-athus ([[ἔμετος]], [[vomitus]])· Παλαιο-Σκανδ. vaem-a ([[αἰσθάνομαι]] ναυτίαν).) Ἐμῶ, «ξερνῶ», αἷμ’ ἐμέων Ἰλ. Ο. 11, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 88· ἐμοῦσα θρόμβους Αἰσχύλ. Εὐμ. 184, πρβλ. 730: ἀπολ., ἐμῶ, ξερνῶ, καί σφι οὐκ ἐμέσαι [[ἔξεστι]] Ἡρόδ. 1. 133, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20 ἐμέειν ἀπὸ συρμαϊσμοῦ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805· ἐμεῖν πτίλῳ, διεγείρειν ἔμετον διὰ πτεροῦ, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 587, (οὕτω, πτερὸν [[ταχέως]] καὶ λεκάνην ἐνεγκάτω Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 6)· μεταφ., [[ἐκχέω]] ἐκ τοῦ στόματός μου κακοὺς λόγους, Εὐνάπ. Προαιρ. σ. 86.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἤμουν]], <i>f.</i> ἐμοῦμαι, <i>ao.</i> [[ἤμεσα]], <i>pf.</i> ἐμήμεκα, <i>pqp.</i> ἐμημέκειν;<br /><i>Pass. ao.</i> *ἠμέθην &gt; <i>inf.</i> ἐμεθῆναι ; <i>pf.</i> ἐμήμεσμαι;<br />vomir, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεμ, vomir ; cf. <i>lat.</i> vomo.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth