3,273,404
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> rivaliser avec : [[τί]] τινι avec qqn pour qch;<br /><b>2</b> rivaliser pour ; tendre à, faire effort, [[πρός]] [[τι]] en vue de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> repousser par la force, chasser violemment : τινα γῆς qqn d'un pays ; <i>Pass.</i> être détruit : πυρί par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἁμιλλάομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰμιλλάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, [[ἀγωνίζομαι]] ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. [[ἀποδιώκω]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· [[κάμνω]] τινὰ νὰ φεύγῃ [[ἔντρομος]] ὡς [[παράφρων]], Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ [[αὐτόθι]] 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ μετὰ σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του [[ἐνταῦθα]] καὶ προτείνει ἀντ’ [[αὐτοῦ]] τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ. | |lstext='''ἐξᾰμιλλάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, [[ἀγωνίζομαι]] ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. [[ἀποδιώκω]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· [[κάμνω]] τινὰ νὰ φεύγῃ [[ἔντρομος]] ὡς [[παράφρων]], Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ [[αὐτόθι]] 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ μετὰ σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του [[ἐνταῦθα]] καὶ προτείνει ἀντ’ [[αὐτοῦ]] τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |