ἐπίδικος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0938.png Seite 938]] worauf man ein Recht hat, vor Gericht Ansprüche machen kann, bes. von Erbschaften u. Erbtöchtern; ὁ [[κλῆρος]] Is. 2, 2 u. oft; ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου Dem. 43, 69; vgl. ἡ [[ἐπίδικος]], nach B. A. 256 ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ καταλελειμμένη ὀρφανή, μὴ ὄντος αὐτῇ ἀδελφοῦ, eine Erbinn, um welche die nächsten Verwandten vor Gericht streiten, wer den nächsten Anspruch auf ihre Hand u. ihr Vermögen hat, Dem. u. Is. öfter. – Uebh. bestritten, [[νίκη]], [[νίκημα]], ein streitiger Sieg, Plut. Fab. 3; de Herod. malign. 17; [[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον δημόταις, ich übergebe mich dem Richterspruche der Bürger, D. Hal. 7, 58.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0938.png Seite 938]] worauf man ein Recht hat, vor Gericht Ansprüche machen kann, bes. von Erbschaften u. Erbtöchtern; ὁ [[κλῆρος]] Is. 2, 2 u. oft; ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου Dem. 43, 69; vgl. ἡ [[ἐπίδικος]], nach B. A. 256 ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ καταλελειμμένη ὀρφανή, μὴ ὄντος αὐτῇ ἀδελφοῦ, eine Erbinn, um welche die nächsten Verwandten vor Gericht streiten, wer den nächsten Anspruch auf ihre Hand u. ihr Vermögen hat, Dem. u. Is. öfter. – Uebh. bestritten, [[νίκη]], [[νίκημα]], ein streitiger Sieg, Plut. Fab. 3; de Herod. malign. 17; [[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον δημόταις, ich übergebe mich dem Richterspruche der Bürger, D. Hal. 7, 58.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />réclamé <i>ou</i> contesté en justice ; <i>fig.</i> [[ἐπίδικος]] [[νίκη]] PLUT victoire contestée, que chaque parti réclame pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δίκη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίδῐκος''': ον ([[δίκη]]) ἀμφισβητούμενος ἐνώπιον τοῦ νόμου, δυνάμενος νὰ [[εἶναι]] ὡς [[ὑπόθεσις]] δίκης (πρβλ. [[ἀνεπίδικος]]), ἐπ. ἐστι ὁ [[κλῆρος]] Ἰσαῖος 38. 12, πρβλ.42. 17., 84. 24:― [[ἐπίδικος]], ἡ, [[κληρονόμος]], ἣν οἱ πλησιέστατοι τῶν συγγενῶν ἀπαιτοῦσιν εἰς γάμον, ὁ αὐτ. 44. 25 κἑξ.· ἐπ. ἐπὶ ἅπαντι τῷ κλήρῳ ὁ αὐτ. 45. 23· πρβλ. [[ἐπίκληρος]]. 2) [[καθόλου]], ὑποκείμενος εἰς δικαστικὴν ἀπόφασιν, [[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις, [[παραδίδω]] ἐμαυτὸν εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ λαοῦ, Διον. Ἁλ. 7. 58· διαφιλονικούμενος, [[πρός]] τινα Πλουτ. Κλεομέν. 4· ἐπ. [[νίκη]], ἀμφισβητούμενη [[νίκη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 3.
|lstext='''ἐπίδῐκος''': ον ([[δίκη]]) ἀμφισβητούμενος ἐνώπιον τοῦ νόμου, δυνάμενος νὰ [[εἶναι]] ὡς [[ὑπόθεσις]] δίκης (πρβλ. [[ἀνεπίδικος]]), ἐπ. ἐστι ὁ [[κλῆρος]] Ἰσαῖος 38. 12, πρβλ.42. 17., 84. 24:― [[ἐπίδικος]], ἡ, [[κληρονόμος]], ἣν οἱ πλησιέστατοι τῶν συγγενῶν ἀπαιτοῦσιν εἰς γάμον, ὁ αὐτ. 44. 25 κἑξ.· ἐπ. ἐπὶ ἅπαντι τῷ κλήρῳ ὁ αὐτ. 45. 23· πρβλ. [[ἐπίκληρος]]. 2) [[καθόλου]], ὑποκείμενος εἰς δικαστικὴν ἀπόφασιν, [[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις, [[παραδίδω]] ἐμαυτὸν εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ λαοῦ, Διον. Ἁλ. 7. 58· διαφιλονικούμενος, [[πρός]] τινα Πλουτ. Κλεομέν. 4· ἐπ. [[νίκη]], ἀμφισβητούμενη [[νίκη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />réclamé <i>ou</i> contesté en justice ; <i>fig.</i> [[ἐπίδικος]] [[νίκη]] PLUT victoire contestée, que chaque parti réclame pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δίκη]].
}}
}}
{{grml
{{grml