ἐπίουρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0967.png Seite 967]] ὁ, der Wächter, = [[οὖρος]], Homerisch das composit. statt des simpl., s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 107 seqq; Hom. Iliad. 13, 450 ὃς πρῶτον Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον, alte Lesarten ἐπιοῦρον und Κρήτῃ ἔπι [[οὖρον]], s. Scholl. Herodian.; Eumäus ὑῶν [[ἐπίουρος]] Odyss. 13, 405. 15, 39. – Ἐπίουρος βοῶν Theocr. 8, 6, φυτῶν 25, 1, βουκολίων Opp. Cyn. 1, 174, ναυτιλίης Ap. Rh. 4, 652, κρήνῃ 3, 1180. – Ein hölzerner Nagel, Geopon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0967.png Seite 967]] ὁ, der Wächter, = [[οὖρος]], Homerisch das composit. statt des simpl., s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 107 seqq; Hom. Iliad. 13, 450 ὃς πρῶτον Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον, alte Lesarten ἐπιοῦρον und Κρήτῃ ἔπι [[οὖρον]], s. Scholl. Herodian.; Eumäus ὑῶν [[ἐπίουρος]] Odyss. 13, 405. 15, 39. – Ἐπίουρος βοῶν Theocr. 8, 6, φυτῶν 25, 1, βουκολίων Opp. Cyn. 1, 174, ναυτιλίης Ap. Rh. 4, 652, κρήνῃ 3, 1180. – Ein hölzerner Nagel, Geopon.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />surveillant, gardien : [[ἐπίουρος]] [[ὑῶν]] OD porcher ; avec le dat. : Κρήτῃ [[ἐπίουρος]] IL gardien de la Crète (Minos).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίουρος''': ὁ, ἐν χρήσει κατὰ πολὺ ὡς τὸ [[οὖρος]] (ὡς τὸ [[ἐπιβουκόλος]] καὶ [[ἐπιποιμήν]], ἀντὶ [[βουκόλος]], [[ποιμήν]]), [[φύλαξ]], [[ἐπιστάτης]], [[ἐπιμελητής]], μετὰ γεν., ὑῶν [[ἐπίουρος]], [[χοιροβοσκός]], Ὀδ. Ν. 405, Ο. 39· βοῶν, φυτῶν Θεόκρ. 8. 6., 25. 1· ἐν Ἀπολλ. Ροδίῳ Δ. 652 διάφ. γραφὴ ἀντὶ ἐπίκουροι· σπανιώτερον μετὰ δοτ., Κρήτῃ ἐπ., [[φύλαξ]] τῆς Κρήτης, ἐπὶ τοῦ Μίνωος, Ἰλ. Ν. 450· κρήνῃ ἐπίουρον ἐόντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1180. ΙΙ. [[μέρος]] ξύλου λῆγον εἰς ὀξύ, [[ἧλος]] ἐκ ξύλου, δᾳδὸς λιπαρᾶς ἐπίουρον Γεωπον. 10. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 544, Ἡσύχ.
|lstext='''ἐπίουρος''': ὁ, ἐν χρήσει κατὰ πολὺ ὡς τὸ [[οὖρος]] (ὡς τὸ [[ἐπιβουκόλος]] καὶ [[ἐπιποιμήν]], ἀντὶ [[βουκόλος]], [[ποιμήν]]), [[φύλαξ]], [[ἐπιστάτης]], [[ἐπιμελητής]], μετὰ γεν., ὑῶν [[ἐπίουρος]], [[χοιροβοσκός]], Ὀδ. Ν. 405, Ο. 39· βοῶν, φυτῶν Θεόκρ. 8. 6., 25. 1· ἐν Ἀπολλ. Ροδίῳ Δ. 652 διάφ. γραφὴ ἀντὶ ἐπίκουροι· σπανιώτερον μετὰ δοτ., Κρήτῃ ἐπ., [[φύλαξ]] τῆς Κρήτης, ἐπὶ τοῦ Μίνωος, Ἰλ. Ν. 450· κρήνῃ ἐπίουρον ἐόντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1180. ΙΙ. [[μέρος]] ξύλου λῆγον εἰς ὀξύ, [[ἧλος]] ἐκ ξύλου, δᾳδὸς λιπαρᾶς ἐπίουρον Γεωπον. 10. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 544, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />surveillant, gardien : [[ἐπίουρος]] [[ὑῶν]] OD porcher ; avec le dat. : Κρήτῃ [[ἐπίουρος]] IL gardien de la Crète (Minos).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖρος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth