3,270,341
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0916.png Seite 916]] noch dazu ausarbeiten, vollenden; βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ' ἐπεξεργάζεται Ion bei Sext. Emp. adv. rhet. 24; thun, Dem. 18, 140 u. Sp.; ὀλωλότ' ἄνδρα, noch einmal tödten, vernichten, Soph. Ant. 1274; – ἀγρὸν φιλοπόνως, bestellen, Luc. Tim. 37. – Bei Sp., wie Tzetz., = wieder überarbeiten, genau bearbeiten, von Schriftwerken. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0916.png Seite 916]] noch dazu ausarbeiten, vollenden; βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ' ἐπεξεργάζεται Ion bei Sext. Emp. adv. rhet. 24; thun, Dem. 18, 140 u. Sp.; ὀλωλότ' ἄνδρα, noch einmal tödten, vernichten, Soph. Ant. 1274; – ἀγρὸν φιλοπόνως, bestellen, Luc. Tim. 37. – Bei Sp., wie Tzetz., = wieder überarbeiten, genau bearbeiten, von Schriftwerken. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> accomplir en outre;<br /><b>2</b> faire périr encore une fois;<br /><b>3</b> travailler de nouveau, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐξεργάζομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεξεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, Ἀποθ., πρὸς τούτοις [[ἐξεργάζομαι]] ἢ ἐκτελῶ τι, ἓν δ’ ἐπεξειργάσατο… τοιοῦτον, ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε [[τέλος]] Δημ. 274. 18˙ ἐκτελῶ, συμπληρῶ, τελειοποιῶ, βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ’ ἐπεξεργάζεται Ἴων παρὰ Σέξτῳ Ἐμπ. π. Μ. 2. 24. 2) ἐκ νέου [[φονεύω]], [[αἰαῖ]], ὀλωλότ’ ἄνδρ’ ἐπεξειργάσω Σοφ. Ἀντ. 1288, πρβλ. [[ἐπικτείνω]]. 3) [[ἀνιχνεύω]], [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, Ἀπολλ. περὶ Συντ. 132, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 4. 7. 4) [[ἐργάζομαι]], μετὰ παθ. σημασ., «καὶ πρῴην μοι ἐπεξείργασται μικρὸν [[συγγραμμάτιον]]» Τζέτζ. Προοίμ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. σ. 11, ἔκδ. Gaisf. | |lstext='''ἐπεξεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, Ἀποθ., πρὸς τούτοις [[ἐξεργάζομαι]] ἢ ἐκτελῶ τι, ἓν δ’ ἐπεξειργάσατο… τοιοῦτον, ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε [[τέλος]] Δημ. 274. 18˙ ἐκτελῶ, συμπληρῶ, τελειοποιῶ, βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ’ ἐπεξεργάζεται Ἴων παρὰ Σέξτῳ Ἐμπ. π. Μ. 2. 24. 2) ἐκ νέου [[φονεύω]], [[αἰαῖ]], ὀλωλότ’ ἄνδρ’ ἐπεξειργάσω Σοφ. Ἀντ. 1288, πρβλ. [[ἐπικτείνω]]. 3) [[ἀνιχνεύω]], [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, Ἀπολλ. περὶ Συντ. 132, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 4. 7. 4) [[ἐργάζομαι]], μετὰ παθ. σημασ., «καὶ πρῴην μοι ἐπεξείργασται μικρὸν [[συγγραμμάτιον]]» Τζέτζ. Προοίμ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. σ. 11, ἔκδ. Gaisf. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |