ἐπιλέγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0957.png Seite 957]] 1) noch dazu sagen, zu dem schon Gesagten hinzufügen, λόγον τόνδε Her. 2, 156 u. öfter; κεφαλὰς παραφέρει καὶ ἐπιλέγει ὡς, u. sagt dabei, 4, 65; παίζουσι ἐπιλέγοντες 5, 4; λόγους Plat. Legg. III, 700 e; τεκμήρια, Gründe dazu anführen, Thuc. 6, 28; ἔπεμπε – ἐπιλέγειν κελεύων τὸν φέροντα, u. trug ihm auf, dabei zu sagen, Xen. An. 1, 9, 26; vgl. Cyr. 1, 3, 7; Sp.; – zurufen, Ar. Equ. 416; – vorwerfen, App. B. C. 3, 18. – 2) auslesen, erwählen, τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Her. 3, 81; Sp.; gew. im med. für sich auslesen, Her. 3, 157; τῶν Εἱλώτων ἐπιλεξάμενοι τοὺς βελτίστους Thuc. 7, 19; Sp.; pass., [[ὑμεῖς]] καὶ τῶν ὁμοτίμων γεγόνατε καὶ ἐπιλελεγμένοι ἐστέ Xen. Cyr. 3, 3, 41; Sp.; [[ἀριστίνδην]] ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146, wo vor Bekker ἐπιλελεγμένοι stand. – 3) med., – a) erwähnen, nennen, Aesch. Suppl. 48. – b) überlegen, bedenken, Her. 1, 78 u. öfter; mit folgdm μή, 7, 149; auch = fürchten, 3, 65; ὡς εἴη, 1, 86; αἰσχύνην D. Hal. 9, 57. – c) lesen, durchlesen, Her. oft, [[βιβλίον]], γράμματα, 1, 124. 3, 41; Paus. 10, 12, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0957.png Seite 957]] 1) noch dazu sagen, zu dem schon Gesagten hinzufügen, λόγον τόνδε Her. 2, 156 u. öfter; κεφαλὰς παραφέρει καὶ ἐπιλέγει ὡς, u. sagt dabei, 4, 65; παίζουσι ἐπιλέγοντες 5, 4; λόγους Plat. Legg. III, 700 e; τεκμήρια, Gründe dazu anführen, Thuc. 6, 28; ἔπεμπε – ἐπιλέγειν κελεύων τὸν φέροντα, u. trug ihm auf, dabei zu sagen, Xen. An. 1, 9, 26; vgl. Cyr. 1, 3, 7; Sp.; – zurufen, Ar. Equ. 416; – vorwerfen, App. B. C. 3, 18. – 2) auslesen, erwählen, τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Her. 3, 81; Sp.; gew. im med. für sich auslesen, Her. 3, 157; τῶν Εἱλώτων ἐπιλεξάμενοι τοὺς βελτίστους Thuc. 7, 19; Sp.; pass., [[ὑμεῖς]] καὶ τῶν ὁμοτίμων γεγόνατε καὶ ἐπιλελεγμένοι ἐστέ Xen. Cyr. 3, 3, 41; Sp.; [[ἀριστίνδην]] ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146, wo vor Bekker ἐπιλελεγμένοι stand. – 3) med., – a) erwähnen, nennen, Aesch. Suppl. 48. – b) überlegen, bedenken, Her. 1, 78 u. öfter; mit folgdm μή, 7, 149; auch = fürchten, 3, 65; ὡς εἴη, 1, 86; αἰσχύνην D. Hal. 9, 57. – c) lesen, durchlesen, Her. oft, [[βιβλίον]], γράμματα, 1, 124. 3, 41; Paus. 10, 12, 10.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἐπιλέξω, <i>ao.</i> ἐπέλεξα;<br />choisir : ἐπιλελεγμένοι <i>ou</i> ἐπειλεγμένοι hommes choisis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιλέγομαι;<br /><b>I.</b> choisir pour soi;<br /><b>II.</b> rassembler pour soi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>fig.</i> rassembler par la pensée ; penser à, méditer : [[τι]] qch ; [[οὐκ]] <i>ou</i> μὴ ἐπ. HDT ne s'inquiéter en rien de ; <i>p. ext.</i> penser, croire;<br /><b>2</b> rassembler par la parole, lire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λέγω]]².<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> ἐπιλέξω, <i>ao.</i> ἐπέλεξα;<br />dire ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> dire en outre, ajouter à ce qu’on a dit : [[τι]] qch;<br /><b>2</b> appeler d’un nom, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λέγω]]³.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλέγω''': [[λέγω]] πρὸς τοῖς ἄλλοις ἢ μετά τι, Ἡρόδ. 2. 35, 64, κτλ.· ποιεῖν τι καὶ ἐπιλέγειν, ποιεῖν τι καὶ ἐπ’ αὐτῷ ἢ μετ’ αὐτὸ λέγειν, ὁ αὐτ. 4. 65· παίζουσιν ἐπιλέγοντες ὁ αὐτ. 5. 4· ἐπ. τὸν λόγον τόνδε, ὡς... ὁ αὐτ. 2. 156., 8. 49· ἐξηπάτων... ἐπιλέγων τοιαυτὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 418· ἐπιλέγοντες τεκμήρια τὴν [[ἄλλην]] [[αὐτοῦ]]... παρανομίαν, ἀναφέροντες ὡς ἀπόδειξιν, Θουκ. 6. 28· ἐπ. τινί τι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 7: - οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, [[ἐπαναλαμβάνω]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5. 2) καλῶ ἐξ ὀνόματος, Ἡρόδ. 5. 70, Πλάτ. Νόμ. 700B· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 49. 3) ἀποδίδω εἴς τινα, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 7· ἐπ. τινί, ὡς..., [[λέγω]] [[περί]] τινος ὅτι..., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 9. 4) [[λέγω]] [[ἐναντίον]] τινός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 18. ΙΙ. [[ἐκλέγω]], [[διαλέγω]], Ἡρόδ. 3. 44, 81· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, τῶν Βαβυλωνίων ἐπελέξατο, ἐξέλεξε δι’ ἑαυτὸν τινὰς ἐκ τῶν..., ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. 6. 73, Θουκ. 7. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146. - Παθ., ἐπιλελεγμένοι ἢ ἐπειλεγμένοι, ἐπίλεκτοι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 41, πρβλ. Ἰσοκρ. 71B Βεκκ. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ., [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[ἀναλογίζομαι]], [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 1. 78., 2. 120 κ. ἀλλ.· οὐκ ἢ μὴ ἐπ., nihil curare, 7. 236 κ. ἀλλ.· οὐδαμὰ ἐπιλεξάμενος, μή κοτέ τίς μοι ἐπανασταίη, [[οὐδαμῶς]] φοβηθεὶς μή..., 3. 65., 7. 149· μετ’ ἀπαρ., πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι, περιμένων, προσδοκῶν..., 7. 49, πρβλ. 52· σπαν. παρ’ Ἀττ., μηδ’ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ’ ἄλοχον, [[μηδὲ]] νά με θεωρήσῃς ὡς γυναῖκα τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1498 (ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν., [[μηκέτι]] λεχθῇ δ’ Ἀγαμ. μ. εἶ. ἄλ., [[μηδὲ]] νὰ λεχθῇ πλέον ὅτι...). 2) παρ’ Ἡροδ. [[ὡσαύτως]], [[διέρχομαι]], ἀναγινώσκω, τὸ [[βιβλίον]], τὰ γράμματα 1. 124, 125., 2. 125 κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν Παυσ. 1. 12, 3.
|lstext='''ἐπιλέγω''': [[λέγω]] πρὸς τοῖς ἄλλοις ἢ μετά τι, Ἡρόδ. 2. 35, 64, κτλ.· ποιεῖν τι καὶ ἐπιλέγειν, ποιεῖν τι καὶ ἐπ’ αὐτῷ ἢ μετ’ αὐτὸ λέγειν, ὁ αὐτ. 4. 65· παίζουσιν ἐπιλέγοντες ὁ αὐτ. 5. 4· ἐπ. τὸν λόγον τόνδε, ὡς... ὁ αὐτ. 2. 156., 8. 49· ἐξηπάτων... ἐπιλέγων τοιαυτὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 418· ἐπιλέγοντες τεκμήρια τὴν [[ἄλλην]] [[αὐτοῦ]]... παρανομίαν, ἀναφέροντες ὡς ἀπόδειξιν, Θουκ. 6. 28· ἐπ. τινί τι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 7: - οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, [[ἐπαναλαμβάνω]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5. 2) καλῶ ἐξ ὀνόματος, Ἡρόδ. 5. 70, Πλάτ. Νόμ. 700B· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 49. 3) ἀποδίδω εἴς τινα, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 7· ἐπ. τινί, ὡς..., [[λέγω]] [[περί]] τινος ὅτι..., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 9. 4) [[λέγω]] [[ἐναντίον]] τινός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 18. ΙΙ. [[ἐκλέγω]], [[διαλέγω]], Ἡρόδ. 3. 44, 81· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, τῶν Βαβυλωνίων ἐπελέξατο, ἐξέλεξε δι’ ἑαυτὸν τινὰς ἐκ τῶν..., ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. 6. 73, Θουκ. 7. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146. - Παθ., ἐπιλελεγμένοι ἢ ἐπειλεγμένοι, ἐπίλεκτοι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 41, πρβλ. Ἰσοκρ. 71B Βεκκ. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ., [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[ἀναλογίζομαι]], [[ταῦτα]] Ἡρόδ. 1. 78., 2. 120 κ. ἀλλ.· οὐκ ἢ μὴ ἐπ., nihil curare, 7. 236 κ. ἀλλ.· οὐδαμὰ ἐπιλεξάμενος, μή κοτέ τίς μοι ἐπανασταίη, [[οὐδαμῶς]] φοβηθεὶς μή..., 3. 65., 7. 149· μετ’ ἀπαρ., πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι, περιμένων, προσδοκῶν..., 7. 49, πρβλ. 52· σπαν. παρ’ Ἀττ., μηδ’ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ’ ἄλοχον, [[μηδὲ]] νά με θεωρήσῃς ὡς γυναῖκα τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1498 (ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν., [[μηκέτι]] λεχθῇ δ’ Ἀγαμ. μ. εἶ. ἄλ., [[μηδὲ]] νὰ λεχθῇ πλέον ὅτι...). 2) παρ’ Ἡροδ. [[ὡσαύτως]], [[διέρχομαι]], ἀναγινώσκω, τὸ [[βιβλίον]], τὰ γράμματα 1. 124, 125., 2. 125 κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν Παυσ. 1. 12, 3.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἐπιλέξω, <i>ao.</i> ἐπέλεξα;<br />choisir : ἐπιλελεγμένοι <i>ou</i> ἐπειλεγμένοι hommes choisis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιλέγομαι;<br /><b>I.</b> choisir pour soi;<br /><b>II.</b> rassembler pour soi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>fig.</i> rassembler par la pensée ; penser à, méditer : [[τι]] qch ; [[οὐκ]] <i>ou</i> μὴ ἐπ. HDT ne s'inquiéter en rien de ; <i>p. ext.</i> penser, croire;<br /><b>2</b> rassembler par la parole, lire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λέγω]]².<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> ἐπιλέξω, <i>ao.</i> ἐπέλεξα;<br />dire ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> dire en outre, ajouter à ce qu’on a dit : [[τι]] qch;<br /><b>2</b> appeler d’un nom, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λέγω]]³.
}}
}}
{{eles
{{eles