3,273,063
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1020.png Seite 1020]] eine Arbeit für einen bedungenen Lohn übernehmen, ἀνδριάντας Xen. Mem. 3, 1, 2; τεῖ. χος Plut. Pericl. 13; bes. des Gewinnes wegen, vgl. Dem. 24, 161, δι' ὧν ἠργολάβει, 25, 47; τινὶ ἐφ' ὑμᾶς, Aesch. 1, 173; dah. οἱ τὰ μειράκια ἐργολαβοῦντες, von den Lehrern der Philosophie, Alciphr. 3, 55; übh. seinen Gewinn suchen, bes. durch schlechte Künste, σοφιστοῦ ἐργολαβοῦντος τὰ τοιαῦτα νομίζων ἐγκώμια εἶναι Aesch. 2, 112; ἐν τοῖς κηρύγμασι 3, 33. Bei Sp., wie D. Cass., = pachten. – Das med. hat Polyaen. 6, 51. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1020.png Seite 1020]] eine Arbeit für einen bedungenen Lohn übernehmen, ἀνδριάντας Xen. Mem. 3, 1, 2; τεῖ. χος Plut. Pericl. 13; bes. des Gewinnes wegen, vgl. Dem. 24, 161, δι' ὧν ἠργολάβει, 25, 47; τινὶ ἐφ' ὑμᾶς, Aesch. 1, 173; dah. οἱ τὰ μειράκια ἐργολαβοῦντες, von den Lehrern der Philosophie, Alciphr. 3, 55; übh. seinen Gewinn suchen, bes. durch schlechte Künste, σοφιστοῦ ἐργολαβοῦντος τὰ τοιαῦτα νομίζων ἐγκώμια εἶναι Aesch. 2, 112; ἐν τοῖς κηρύγμασι 3, 33. Bei Sp., wie D. Cass., = pachten. – Das med. hat Polyaen. 6, 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> entreprendre à forfait;<br /><b>2</b> chercher un gain dans une entreprise ; spéculer, trafiquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργολάβος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐργολᾰβέω''': [[ἀναλαμβάνω]] τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῳ χρηματιστικῷ ποσῷ, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐργοδοτέω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24· μετ’ αἰτ., ἐργ. ἀνδριάντας, Λατ. statuas conducere faciendas, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3, πρβλ. Φιλόχ. 97· τὸ μακρὸν [[τεῖχος]] Πλουτ. Περ. 13: ― ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, ἐργ. τὰ μειράκια, ἀναλαμβάνειν τὴν ἀνατροφὴν αὐτῶν ἐπὶ μισθῷ, Ἀλκίφρ. 3. 55· καὶ ἀπολ., [[ἐργάζομαι]] ἐπὶ μισθῷ, ἐπιδιώκω χρηματικὴν ὠφέλειαν, κερδοσκοπῶ, σοφιστὴς ἐργολαβῶν Αἰσχίν. 42. 41, πρβλ. Δημ. 608. 12· ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 58. 26· τινί, διά τινα, Δημ. 784. 25· ἐπί τινα ἢ μετά τινος, [[ἐναντίον]] τινός, Αἰσχίν. 24. 37, Δημ. 1482. 26· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πολύαιν. 6. 51. | |lstext='''ἐργολᾰβέω''': [[ἀναλαμβάνω]] τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῳ χρηματιστικῷ ποσῷ, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐργοδοτέω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24· μετ’ αἰτ., ἐργ. ἀνδριάντας, Λατ. statuas conducere faciendas, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3, πρβλ. Φιλόχ. 97· τὸ μακρὸν [[τεῖχος]] Πλουτ. Περ. 13: ― ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, ἐργ. τὰ μειράκια, ἀναλαμβάνειν τὴν ἀνατροφὴν αὐτῶν ἐπὶ μισθῷ, Ἀλκίφρ. 3. 55· καὶ ἀπολ., [[ἐργάζομαι]] ἐπὶ μισθῷ, ἐπιδιώκω χρηματικὴν ὠφέλειαν, κερδοσκοπῶ, σοφιστὴς ἐργολαβῶν Αἰσχίν. 42. 41, πρβλ. Δημ. 608. 12· ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 58. 26· τινί, διά τινα, Δημ. 784. 25· ἐπί τινα ἢ μετά τινος, [[ἐναντίον]] τινός, Αἰσχίν. 24. 37, Δημ. 1482. 26· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πολύαιν. 6. 51. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |