ἐχθοδοπός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1125.png Seite 1125]] όν (von [[ἔχθος]], man vgl. das Suffixum -δαπος in [[ἀλλοδαπός]], Buttm. leitet es ab von [[ὄπτομαι]], feindselig blickend, Lexilog. I p. 124 ff., Andere von ὄψ od. gar von [[ἔδαφος]]), [[feindselig]], VLL. [[ἐχθροποιός]]; Soph. στυγνόν τε φῶτ' ἐχθοδοπόν, Phil. 1122; τοῖά μ οι ἀνεστέναζες [[ὠμόφρων]] ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις Ai. 913; [[πόλεμος]] Ar. Ach. 226; sp. D; ὄμματα, feindselig blickend, Ap. Rh. 4, 1669; χρίσμα Opp. Hal. 4, 663; [[ὕδωρ]] ibd. 690. – In Prosa Plat., τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς Legg. VII, 810 d, verhaßt, oder nach Schol., der [[ἐχθροποιός]] erkl., verfeindend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1125.png Seite 1125]] όν (von [[ἔχθος]], man vgl. das Suffixum -δαπος in [[ἀλλοδαπός]], Buttm. leitet es ab von [[ὄπτομαι]], feindselig blickend, Lexilog. I p. 124 ff., Andere von ὄψ od. gar von [[ἔδαφος]]), [[feindselig]], VLL. [[ἐχθροποιός]]; Soph. στυγνόν τε φῶτ' ἐχθοδοπόν, Phil. 1122; τοῖά μ οι ἀνεστέναζες [[ὠμόφρων]] ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις Ai. 913; [[πόλεμος]] Ar. Ach. 226; sp. D; ὄμματα, feindselig blickend, Ap. Rh. 4, 1669; χρίσμα Opp. Hal. 4, 663; [[ὕδωρ]] ibd. 690. – In Prosa Plat., τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς Legg. VII, 810 d, verhaßt, oder nach Schol., der [[ἐχθροποιός]] erkl., verfeindend.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> hostile à, τινι;<br /><b>2</b> odieux à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθος]], -δοπος, cf. [[ἀλλοδαπός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχθοδοπός''': -όν, [[μισητός]], [[ἀξιομίσητος]], φὼς Σοφ. Φιλ. 1136· [[πόλεμος]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 226· τοῖα… ἀνεστέναζες… ἐχθοδόπ’ Ἀτρείδαις Σοφ. Αἴ. 932· τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, [[ἴσως]] δὲ… ἑτέροις προσφιλοῦς Πλάτ. Νόμ. 810D· ἐπὶ φαρμάκου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἐχθ. ὄμμασιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1670. (Ὁ τονισμὸς δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐχθρός]], [[ἔχθος]], ὡς τὸ ἀλλοδαπὸς τοῦ [[ἄλλος]], κτλ., ἴδε ἐν λ. [[ποδαπός]]).
|lstext='''ἐχθοδοπός''': -όν, [[μισητός]], [[ἀξιομίσητος]], φὼς Σοφ. Φιλ. 1136· [[πόλεμος]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 226· τοῖα… ἀνεστέναζες… ἐχθοδόπ’ Ἀτρείδαις Σοφ. Αἴ. 932· τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, [[ἴσως]] δὲ… ἑτέροις προσφιλοῦς Πλάτ. Νόμ. 810D· ἐπὶ φαρμάκου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἐχθ. ὄμμασιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1670. (Ὁ τονισμὸς δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐχθρός]], [[ἔχθος]], ὡς τὸ ἀλλοδαπὸς τοῦ [[ἄλλος]], κτλ., ἴδε ἐν λ. [[ποδαπός]]).
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> hostile à, τινι;<br /><b>2</b> odieux à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθος]], -δοπος, cf. [[ἀλλοδαπός]].
}}
}}
{{grml
{{grml