3,276,318
edits
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] ιος u. εως, ὁ, fem. nur Opp. Cyn. 3, 439, sonst ist [[ἔχιδνα]] das fem., obgleich Einige dies für eine andere Schlangengattung halten, vgl. Ael. h. A. 10, 9; die [[Natter]], Viper, Plat. Conv. 217 e u. Folgde. Übertr. sagt Dem. 25, 96 [[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε, einen Menschen von Natternatur. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] ιος u. εως, ὁ, fem. nur Opp. Cyn. 3, 439, sonst ist [[ἔχιδνα]] das fem., obgleich Einige dies für eine andere Schlangengattung halten, vgl. Ael. h. A. 10, 9; die [[Natter]], Viper, Plat. Conv. 217 e u. Folgde. Übertr. sagt Dem. 25, 96 [[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε, einen Menschen von Natternatur. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, <i>rar.</i> ἡ)<br />vipère, <i>d'ord.</i> mâle de la vipère.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> anguis. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔχῐς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 ([[ἔνθα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· [[συκοφάντης]] καὶ [[ἔχις]] τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς [[ὥσπερ]] [[ἔχις]] ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ [[ἔχιδνα]] κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, [[εἶναι]] τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι [[ἔχις]] καὶ [[ἔχιδνα]] [[εἶναι]] δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ [[ἔχις]] ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, [[οἷον]] Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως). | |lstext='''ἔχῐς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 ([[ἔνθα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· [[συκοφάντης]] καὶ [[ἔχις]] τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς [[ὥσπερ]] [[ἔχις]] ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ [[ἔχιδνα]] κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, [[εἶναι]] τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι [[ἔχις]] καὶ [[ἔχιδνα]] [[εἶναι]] δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ [[ἔχις]] ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, [[οἷον]] Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |