ἔνδον: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0835.png Seite 835]] (ἐν), [[innen]], [[drinnen]], [[inwendig]], vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 134; φρένες [[ἔνδον]] ἐῖσαι, [[κραδίη]] [[ἔνδον]] ὑλάκτει, Hom.; bes. = [[zu Hause]], [[daheim]]; Hom. u. Folgde; τὶς [[ἔνδον]] – ἐν δόμοις Aesch. Ch. 643; φίλον [[ἔνδον]] ἔχειν, bei sich haben, Asclepds. 25 (V, 7); ἔ, [[ἦσαν]] μναῖ, baares Geld im Hause, Lys. 18, 22, wie Dem. 27, 10; – c. gen., Διὸς [[ἔνδον]], Ζεφύροιο ἔνδ., in Zeus Hause, Il. 20, 15. 23, 200; Pind. Ol. 7, 62; γῆς [[ἔνδον]] Plat. Prot. 320 d; c. dat., Pind. N. 3, 52. 7, 44, wie ἐν; – [[ἔνδον]] ἑαυτοῦ ὤν, bei sich sein, Antiph. 5, 45; [[ἔνδον]] γενοῦ Aesch. Ch. 231; – οἱ [[ἔνδον]], die im Hause, die Hausbewohner, Plat. Rep. III, 415 d; τὰ [[ἔνδον]], das Hauswesen, Xen. oec. 7, 22. – D. L. 5, 4 [[ἔνδον]] γέγραπται, weiter unten, im Buche. – Auch = [[εἴσω]], [[hinein]], ὠθεῖται [[ἔνδον]] Ael., vgl. Lob. zu Phryn. p. 128. Den hierzu gehörigen compar. ἐνδότερος u. superl. [[ἐνδότατος]] s. unten besonders.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0835.png Seite 835]] (ἐν), [[innen]], [[drinnen]], [[inwendig]], vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 134; φρένες [[ἔνδον]] ἐῖσαι, [[κραδίη]] [[ἔνδον]] ὑλάκτει, Hom.; bes. = [[zu Hause]], [[daheim]]; Hom. u. Folgde; τὶς [[ἔνδον]] – ἐν δόμοις Aesch. Ch. 643; φίλον [[ἔνδον]] ἔχειν, bei sich haben, Asclepds. 25 (V, 7); ἔ, [[ἦσαν]] μναῖ, baares Geld im Hause, Lys. 18, 22, wie Dem. 27, 10; – c. gen., Διὸς [[ἔνδον]], Ζεφύροιο ἔνδ., in Zeus Hause, Il. 20, 15. 23, 200; Pind. Ol. 7, 62; γῆς [[ἔνδον]] Plat. Prot. 320 d; c. dat., Pind. N. 3, 52. 7, 44, wie ἐν; – [[ἔνδον]] ἑαυτοῦ ὤν, bei sich sein, Antiph. 5, 45; [[ἔνδον]] γενοῦ Aesch. Ch. 231; – οἱ [[ἔνδον]], die im Hause, die Hausbewohner, Plat. Rep. III, 415 d; τὰ [[ἔνδον]], das Hauswesen, Xen. oec. 7, 22. – D. L. 5, 4 [[ἔνδον]] γέγραπται, weiter unten, im Buche. – Auch = [[εἴσω]], [[hinein]], ὠθεῖται [[ἔνδον]] Ael., vgl. Lob. zu Phryn. p. 128. Den hierzu gehörigen compar. ἐνδότερος u. superl. [[ἐνδότατος]] s. unten besonders.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>I.</b> <i>sans mouv.</i><br /><b>1</b> <i>adv.</i> en dedans, intérieurement, à l'intérieur ; <i>particul.</i> à la maison : [[οἱ]] [[ἔνδον]] les gens de la maison ; τὰ [[ἔνδον]] les choses de la maison;<br /><b>2</b> <i>prép.</i> au-dedans de, à l'intérieur de, gén. : Διὸς [[ἔνδον]] IL dans la demeure de Zeus;<br /><b>II.</b> <i>avec mouv. c.</i> [[εἴσω]] au dedans;<br /><i>Cp.</i> [[ἐνδοτέρω]], <i>Sp.</i> [[ἐνδοτάτω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], -δον.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδον''': Ἐπίρρ. (ἐν: πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. endo- ἢ indu- ἐν συνθέσει): [[ἐντός]], «μέσα», [[οἴκοι]], κατ’ οἶκον, Λατ. intus, Ὅμ., κλ. [[κραδίη]] [[ἔνδον]] ὑλάκτει Ὀδ. Υ. 13, κτλ.· τἄνδον, ὡς ἐπίρρ., ἐσωτερικῶς, ἐνδομύχως, τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν Εὐρ. Ὀρ. 1514: - οἱ [[ἔνδον]], οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἡ οἰκογένεια, καὶ [[κυρίως]] οἱ οἰκέται, Σοφ. Ἠλ. 155, Τρ. 677, Πλάτ. Συμπ. 213C: - τὰ [[ἔνδον]], οἰκογενειακὰ πράγματα, οἰκογενειακαὶ ὑποθέσεις, Σοφ. Τρ. 334, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] = οἱ [[ἔνδον]], τἄνδον δὲ πιστά, κἀρσένων [[ἐρημία]]; Εὐρ. Ἑκ. 1017· οἱ [[ἔνδον]] καθήμενοι, δηλ. οἱ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, Ἀνδ. π. Μυστ. 43. 2) μετὰ γεν., Διὸς [[ἔνδον]], «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ [[Διός]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 13· Ζεφύροιο [[ἔνδον]], ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ζεφύρου, Ψ. 200· μὴ κεύθετ’ (ἐξυπ. [[ἔχθος]] ἢ βουλὴν) [[ἔνδον]] καρδίας φόβῳ τινὸς Αἰσχύλ. Χο. 102· σκηνῆς [[ἔνδον]] Σοφ. Αἴ. 218· γῆς [[ἔνδον]] Πλάτ. Πρωτ. 320D. β) [[ἔνδον]] [[ἑαυτοῦ]] ὤν, [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]]. Ἀντιφῶν 134, 37· οὕτω, σῶν φρενῶν οὐκ [[ἔνδον]] ὤν, μὴ ὢν εἰς τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἡρακλ. 709· καὶ ἀπολ., [[ἔνδον]] γενοῦ, ἔλα εἰς τὰς φρένας σου, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, Αἰσχύλ. Χο. 233· πρβλ. ἐκτός. 3) ὁ Πίνδ. μετχειρίζεται τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετὰ δοτ. ἀντὶ τῆς προθ. ἐν μετά τινος ἐπιτάσεως, λιθίνῳ... [[ἔνδον]] τέγει Ν. 3. 93· [[ἔνδον]] ἄλσει παλαιτάτῳ 7. 65· [[ὡσαύτως]] Εὐρ. Ἀποσπ. 202. 4) ἐντὸς τούτου τοῦ βιβλίου, κατωτέρω, τῷ τε Ἑρμείᾳ (ὁ Ἀριστοτέλης) Παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς [[ἔνδον]] γέγραπται Διογ. Λ. 5. 4· πρβλ. [[ἐνδοτέρω]]. 5) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, = [[εἴσω]], Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, κτλ. ἴδε σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. 128. 6) ἐν τῇ καρδίᾳ, [[ἔνδον]] ἀγαλλόμενος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 904. ΙΙ. Συγκρ. [[ἐνδοτέρω]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἔνδον''': Ἐπίρρ. (ἐν: πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. endo- ἢ indu- ἐν συνθέσει): [[ἐντός]], «μέσα», [[οἴκοι]], κατ’ οἶκον, Λατ. intus, Ὅμ., κλ. [[κραδίη]] [[ἔνδον]] ὑλάκτει Ὀδ. Υ. 13, κτλ.· τἄνδον, ὡς ἐπίρρ., ἐσωτερικῶς, ἐνδομύχως, τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν Εὐρ. Ὀρ. 1514: - οἱ [[ἔνδον]], οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἡ οἰκογένεια, καὶ [[κυρίως]] οἱ οἰκέται, Σοφ. Ἠλ. 155, Τρ. 677, Πλάτ. Συμπ. 213C: - τὰ [[ἔνδον]], οἰκογενειακὰ πράγματα, οἰκογενειακαὶ ὑποθέσεις, Σοφ. Τρ. 334, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] = οἱ [[ἔνδον]], τἄνδον δὲ πιστά, κἀρσένων [[ἐρημία]]; Εὐρ. Ἑκ. 1017· οἱ [[ἔνδον]] καθήμενοι, δηλ. οἱ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, Ἀνδ. π. Μυστ. 43. 2) μετὰ γεν., Διὸς [[ἔνδον]], «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ [[Διός]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 13· Ζεφύροιο [[ἔνδον]], ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ζεφύρου, Ψ. 200· μὴ κεύθετ’ (ἐξυπ. [[ἔχθος]] ἢ βουλὴν) [[ἔνδον]] καρδίας φόβῳ τινὸς Αἰσχύλ. Χο. 102· σκηνῆς [[ἔνδον]] Σοφ. Αἴ. 218· γῆς [[ἔνδον]] Πλάτ. Πρωτ. 320D. β) [[ἔνδον]] [[ἑαυτοῦ]] ὤν, [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]]. Ἀντιφῶν 134, 37· οὕτω, σῶν φρενῶν οὐκ [[ἔνδον]] ὤν, μὴ ὢν εἰς τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἡρακλ. 709· καὶ ἀπολ., [[ἔνδον]] γενοῦ, ἔλα εἰς τὰς φρένας σου, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, Αἰσχύλ. Χο. 233· πρβλ. ἐκτός. 3) ὁ Πίνδ. μετχειρίζεται τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετὰ δοτ. ἀντὶ τῆς προθ. ἐν μετά τινος ἐπιτάσεως, λιθίνῳ... [[ἔνδον]] τέγει Ν. 3. 93· [[ἔνδον]] ἄλσει παλαιτάτῳ 7. 65· [[ὡσαύτως]] Εὐρ. Ἀποσπ. 202. 4) ἐντὸς τούτου τοῦ βιβλίου, κατωτέρω, τῷ τε Ἑρμείᾳ (ὁ Ἀριστοτέλης) Παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς [[ἔνδον]] γέγραπται Διογ. Λ. 5. 4· πρβλ. [[ἐνδοτέρω]]. 5) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, = [[εἴσω]], Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, κτλ. ἴδε σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. 128. 6) ἐν τῇ καρδίᾳ, [[ἔνδον]] ἀγαλλόμενος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 904. ΙΙ. Συγκρ. [[ἐνδοτέρω]], ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>I.</b> <i>sans mouv.</i><br /><b>1</b> <i>adv.</i> en dedans, intérieurement, à l'intérieur ; <i>particul.</i> à la maison : [[οἱ]] [[ἔνδον]] les gens de la maison ; τὰ [[ἔνδον]] les choses de la maison;<br /><b>2</b> <i>prép.</i> au-dedans de, à l'intérieur de, gén. : Διὸς [[ἔνδον]] IL dans la demeure de Zeus;<br /><b>II.</b> <i>avec mouv. c.</i> [[εἴσω]] au dedans;<br /><i>Cp.</i> [[ἐνδοτέρω]], <i>Sp.</i> [[ἐνδοτάτω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], -δον.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth