ἡσυχάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1178.png Seite 1178]] ἡσυχάσω, Thuc. 2, 84, ἡσυχάσομαι Luc. Gall. 1; [[ruhig machen]]; ἡσυχάσας τὰ δύο εἴδη, im Ggstz von κινήσας, Plat. Rep. IX, 572 a. – Gew. intrans., [[ruhen]], εἰ δ' ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. O. R. 620; vom Schlafenden, Eur. Or. 134; τὸ δὲ ἡσυχάζον ἑστάναι [[ἀνάγκη]] Plat. Parm. 162 e; [[μόλις]] ἡσυχάσαντες, nachdem sie sich mit Mühe hatten beruhigen lassen, Thuc. 8, 86, der auch den Theil der Nacht, wo Alles ruht, τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός nennt, 7, 83; Ggstz von πολεμεῖν 1, 120; ἡσυχάζουσαν διάνοιαν ἔχειν Isocr. 5, 24; Sp., wie Philo; oft = schweigen, σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' [[ἄγαν]] λαβροστόμει Aesch. Prom. 327; Eur. Med. 80; bes. Sp., Luc. Gall. 1; S. Emp. pyrrh. 2, 240 u. öfter; ἐπί τινος, bei Etwas verharren, Plut. Dion. 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1178.png Seite 1178]] ἡσυχάσω, Thuc. 2, 84, ἡσυχάσομαι Luc. Gall. 1; [[ruhig machen]]; ἡσυχάσας τὰ δύο εἴδη, im Ggstz von κινήσας, Plat. Rep. IX, 572 a. – Gew. intrans., [[ruhen]], εἰ δ' ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. O. R. 620; vom Schlafenden, Eur. Or. 134; τὸ δὲ ἡσυχάζον ἑστάναι [[ἀνάγκη]] Plat. Parm. 162 e; [[μόλις]] ἡσυχάσαντες, nachdem sie sich mit Mühe hatten beruhigen lassen, Thuc. 8, 86, der auch den Theil der Nacht, wo Alles ruht, τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός nennt, 7, 83; Ggstz von πολεμεῖν 1, 120; ἡσυχάζουσαν διάνοιαν ἔχειν Isocr. 5, 24; Sp., wie Philo; oft = schweigen, σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' [[ἄγαν]] λαβροστόμει Aesch. Prom. 327; Eur. Med. 80; bes. Sp., Luc. Gall. 1; S. Emp. pyrrh. 2, 240 u. öfter; ἐπί τινος, bei Etwas verharren, Plut. Dion. 33.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἡσυχάσω <i>ou</i> ἡσυχάσομαι, <i>ao.</i> ἡσύχασα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se tenir tranquille <i>ou</i> immobile : [[οἱ]] πολέμιοι ἡσύχαζον XÉN l'ennemi ne bougeait pas ; ἡσυχαζουσῶν [[τῶν]] [[νεῶν]] THC les navires restant immobiles;<br /><b>2</b> se tenir en repos : τὸ ἡσύχαζον τῆς νυκτός THC le repos de la nuit;<br /><b>3</b> être tranquille, vivre en paix;<br /><b>4</b> demeurer silencieux, garder le silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡσῠχάζω''': μέλλ. -άσω, Θουκ. 2. 84, -άσομαι Λουκ. Ἀλεκτρ. 1· ἀόρ. ἡσύχᾰσα· ([[ἥσυχος]]). Εἶμαι [[ἥσυχος]], [[διαμένω]] [[ἥσυχος]], ἀναπαύομαι, ἀκινητῶ, σὺ δ’ ἡσύχαζε Αἰσχύλ. Πρ. 327, 344· ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, ἡ [[στέρησις]], ἡ [[ἔλλειψις]] ἀναπαύσεως, Θουκ. 2. 49· οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Ξεν. Ἀν. 5.4, 16· τοὺς νόμους οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Λουκ. Ἀποκηρ. 19· ἡσ. πρὸς θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Ἀνθ. Π. 5. 167· - συχνὸν κατὰ μετοχ., ἡσυχάζων [[προσμένω]] Σοφ. Ο. Τ. 620, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 134· [[ὥστε]] μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι, ἀναπαυθεῖσα ἐκ τῶν πολέμων, Θουκ. 1. 12· ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 1. 49· [[μόλις]] ἡσυχάσαντες ὁ αὐτ. 8. 86· ἡσυχάζουσαν τὴν διάνοιαν ἔχειν Ἰσοκρ. 87Β· τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός, τὸ ἡσυχώτατον [[σημεῖον]] τῆς νυκτὸς (τὸ μεσονύκτιον), Θουκ. 7. 83· - ἡσ. ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἀπὸ …, Ἀνθ. Π. 5, 133· - ἀλλ’ ἡσύχαζε, μόνον ἔσο [[ἥσυχος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 98. Ι. Α. 973. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορ. α΄, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἡσυχάσῃ, τὸν βάλλω νὰ ἀναπαυθῇ, ἀντίθ. τῷ [[κινέω]], Πλάτ. Πολ. 572Α. - Παθ., ὡς ἀπρόσωπον, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς, ὑπάρχει [[ἡσυχία]], Ἑβδ. (Ἰὼβ λζ΄, 16). - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 296.
|lstext='''ἡσῠχάζω''': μέλλ. -άσω, Θουκ. 2. 84, -άσομαι Λουκ. Ἀλεκτρ. 1· ἀόρ. ἡσύχᾰσα· ([[ἥσυχος]]). Εἶμαι [[ἥσυχος]], [[διαμένω]] [[ἥσυχος]], ἀναπαύομαι, ἀκινητῶ, σὺ δ’ ἡσύχαζε Αἰσχύλ. Πρ. 327, 344· ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, ἡ [[στέρησις]], ἡ [[ἔλλειψις]] ἀναπαύσεως, Θουκ. 2. 49· οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Ξεν. Ἀν. 5.4, 16· τοὺς νόμους οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Λουκ. Ἀποκηρ. 19· ἡσ. πρὸς θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Ἀνθ. Π. 5. 167· - συχνὸν κατὰ μετοχ., ἡσυχάζων [[προσμένω]] Σοφ. Ο. Τ. 620, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 134· [[ὥστε]] μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι, ἀναπαυθεῖσα ἐκ τῶν πολέμων, Θουκ. 1. 12· ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 1. 49· [[μόλις]] ἡσυχάσαντες ὁ αὐτ. 8. 86· ἡσυχάζουσαν τὴν διάνοιαν ἔχειν Ἰσοκρ. 87Β· τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός, τὸ ἡσυχώτατον [[σημεῖον]] τῆς νυκτὸς (τὸ μεσονύκτιον), Θουκ. 7. 83· - ἡσ. ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἀπὸ …, Ἀνθ. Π. 5, 133· - ἀλλ’ ἡσύχαζε, μόνον ἔσο [[ἥσυχος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 98. Ι. Α. 973. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορ. α΄, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἡσυχάσῃ, τὸν βάλλω νὰ ἀναπαυθῇ, ἀντίθ. τῷ [[κινέω]], Πλάτ. Πολ. 572Α. - Παθ., ὡς ἀπρόσωπον, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς, ὑπάρχει [[ἡσυχία]], Ἑβδ. (Ἰὼβ λζ΄, 16). - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 296.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἡσυχάσω <i>ou</i> ἡσυχάσομαι, <i>ao.</i> ἡσύχασα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se tenir tranquille <i>ou</i> immobile : [[οἱ]] πολέμιοι ἡσύχαζον XÉN l'ennemi ne bougeait pas ; ἡσυχαζουσῶν [[τῶν]] [[νεῶν]] THC les navires restant immobiles;<br /><b>2</b> se tenir en repos : τὸ ἡσύχαζον τῆς νυκτός THC le repos de la nuit;<br /><b>3</b> être tranquille, vivre en paix;<br /><b>4</b> demeurer silencieux, garder le silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR