ἱκετεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1247.png Seite 1247]] ein [[ἱκέτης]] sein, flehentlich bitten, anflehen; ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ' ἱκέτετεν, c. inf., Od. 11, 529; bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender zu Einem kommen, ihn schutzflehend angehen, [[ἐπεί]] σε φυγὼν ἱκέτευσα, 15, 277 u. öfter; auch ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, Il. 16, 574; öfter bei Soph. u. Eur. absolut eingeschoben; c. acc., [[ἱκετεύω]] σε πεισθῆναί τί μοι Soph. O. C. 1418; πρὸς γονάτων σὲ πάντες [[πάντως]] ἱκετεύομεν Eur. Med. 854; ἱκετεύομεν μὴ κτείνειν I. A. 1015; μὴ τλῇς φίλους κτανεῖν Cycl. 286 (vgl. Her. 1, 11 u. Xen. Cyr. 4, 6, 9); l. d. ist I. A. 1242 ἱκέτευσον πατρός, τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ [[θανεῖν]]. – Prosa, absolut, Her. 3, 48, oft mit [[δέομαι]] vrbdn, Plat., z. B. Phaed. 114 a, wie Dem. [[δέομαι]] καὶ [[ἱκετεύω]] καὶ ἀντιβολῶ 27, 68; τινά, Her. 6, 68; c. inf., 1, 11; ἐδεήθη καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστάς Plat. Apol. 34 c. Auffallend ist οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Is. 2, 8. – Das med. braucht Ar. Eccl. 915; auch [[varia lectio|v.l.]] Her. 3, 48.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1247.png Seite 1247]] ein [[ἱκέτης]] sein, flehentlich bitten, anflehen; ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ' ἱκέτετεν, c. inf., Od. 11, 529; bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender zu Einem kommen, ihn schutzflehend angehen, [[ἐπεί]] σε φυγὼν ἱκέτευσα, 15, 277 u. öfter; auch ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, Il. 16, 574; öfter bei Soph. u. Eur. absolut eingeschoben; c. acc., [[ἱκετεύω]] σε πεισθῆναί τί μοι Soph. O. C. 1418; πρὸς γονάτων σὲ πάντες [[πάντως]] ἱκετεύομεν Eur. Med. 854; ἱκετεύομεν μὴ κτείνειν I. A. 1015; μὴ τλῇς φίλους κτανεῖν Cycl. 286 (vgl. Her. 1, 11 u. Xen. Cyr. 4, 6, 9); l. d. ist I. A. 1242 ἱκέτευσον πατρός, τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ [[θανεῖν]]. – Prosa, absolut, Her. 3, 48, oft mit [[δέομαι]] vrbdn, Plat., z. B. Phaed. 114 a, wie Dem. [[δέομαι]] καὶ [[ἱκετεύω]] καὶ ἀντιβολῶ 27, 68; τινά, Her. 6, 68; c. inf., 1, 11; ἐδεήθη καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστάς Plat. Apol. 34 c. Auffallend ist οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Is. 2, 8. – Das med. braucht Ar. Eccl. 915; auch [[varia lectio|v.l.]] Her. 3, 48.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἱκέτευον, <i>ao.</i> ἱκέτευσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> venir comme suppliant : ἔς τινα, τινα, τινα γονάτων EUR s'approcher en suppliant des genoux de qqn;<br /><b>2</b> venir supplier : τινα, τινος, τινι, avec l'inf. venir demander en suppliant à qqn de ; [[ἱκετεύω]] [[ὡς]], supplier que.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκετεύω''': μέλλ. -σω (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.) ἐν Εὐρ. Ι. Α. 462, Ἰσοκρ. 154Α: ἀόρ. ἱκέτευσα: ― ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ παρατ. καὶ ἀόρ. μετὰ ῐ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἀλλὰ παρὰ Τραγ. μετὰ ῑ [[ἕνεκα]] τῆς αὐξήσεως: ― Μεσ. καὶ Παθ. ἴδε κατωτ. [[πλησιάζω]] τινὰ ὡς [[ἱκέτης]] (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Ὀδ. Ο. 277, πρβλ. Η. 292, 301., Ρ. 573· ἐς Πηλῆ ἱκέτευσε Ἰλ. Π. 574, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13· ἱκ. τινὰ γονάτων ἢ πρὸς γονάτων Εὐρ. Ἑκ. 752, Μήδ. 854· ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 48., 5. 51. ― Παθ., ἀόρ. ἱκετευθεὶς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 2, 2. 2) δέομαι, παρακαλῶ, μετ᾿ αἰτ. προσώπου καὶ ἀπαρ., ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ᾿ ἱκέτευεν [[ἱππόθεν]] ἐξέμεναι Ὀδ. Λ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 11, Σοφ. Ο. Κ. 1414, Εὐρ. Ἴωνα 468· ἱκ. ὡς.., Λουκ. Ἀνάχ. 1· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. προσώπ. καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ τινα νά..., ἱκέτευσον πατρός τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1242· μετὰ δοτ., οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Ἰσαῖος π. τοῦ Μενεκλέους κλήρου § 8. 3) μετ, αἰτ. πράγμ., [[ὑπὲρ]] οἴκου… ἱκ. τάδε Εὐρ. Ὀρ. 673· ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Θουκ. 2. 47. 4) παρὰ Τραγ. συχν. παρενθετικῶς, [[ἱκετεύω]] ἢ [[ἱκετεύω]] σε, ὡς τὸ [[λίσσομαι]], Σοφ. Φιλ. 932, 1181, Εὐρ. Ἑκ. 99· [[οὕτως]], Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 696, κ. ἀλλ., καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 915· καὶ [[συχνάκις]] συνδεόμενον μετ, ἄλλων ῥημάτων ὁμοίας σημασίας, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β, κτλ.
|lstext='''ἱκετεύω''': μέλλ. -σω (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.) ἐν Εὐρ. Ι. Α. 462, Ἰσοκρ. 154Α: ἀόρ. ἱκέτευσα: ― ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ παρατ. καὶ ἀόρ. μετὰ ῐ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἀλλὰ παρὰ Τραγ. μετὰ ῑ [[ἕνεκα]] τῆς αὐξήσεως: ― Μεσ. καὶ Παθ. ἴδε κατωτ. [[πλησιάζω]] τινὰ ὡς [[ἱκέτης]] (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Ὀδ. Ο. 277, πρβλ. Η. 292, 301., Ρ. 573· ἐς Πηλῆ ἱκέτευσε Ἰλ. Π. 574, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13· ἱκ. τινὰ γονάτων ἢ πρὸς γονάτων Εὐρ. Ἑκ. 752, Μήδ. 854· ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 48., 5. 51. ― Παθ., ἀόρ. ἱκετευθεὶς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 2, 2. 2) δέομαι, παρακαλῶ, μετ᾿ αἰτ. προσώπου καὶ ἀπαρ., ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ᾿ ἱκέτευεν [[ἱππόθεν]] ἐξέμεναι Ὀδ. Λ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 11, Σοφ. Ο. Κ. 1414, Εὐρ. Ἴωνα 468· ἱκ. ὡς.., Λουκ. Ἀνάχ. 1· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. προσώπ. καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ τινα νά..., ἱκέτευσον πατρός τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1242· μετὰ δοτ., οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Ἰσαῖος π. τοῦ Μενεκλέους κλήρου § 8. 3) μετ, αἰτ. πράγμ., [[ὑπὲρ]] οἴκου… ἱκ. τάδε Εὐρ. Ὀρ. 673· ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Θουκ. 2. 47. 4) παρὰ Τραγ. συχν. παρενθετικῶς, [[ἱκετεύω]] ἢ [[ἱκετεύω]] σε, ὡς τὸ [[λίσσομαι]], Σοφ. Φιλ. 932, 1181, Εὐρ. Ἑκ. 99· [[οὕτως]], Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 696, κ. ἀλλ., καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 915· καὶ [[συχνάκις]] συνδεόμενον μετ, ἄλλων ῥημάτων ὁμοίας σημασίας, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἱκέτευον, <i>ao.</i> ἱκέτευσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> venir comme suppliant : ἔς τινα, τινα, τινα γονάτων EUR s'approcher en suppliant des genoux de qqn;<br /><b>2</b> venir supplier : τινα, τινος, τινι, avec l'inf. venir demander en suppliant à qqn de ; [[ἱκετεύω]] [[ὡς]], supplier que.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth