ἱπποτρόφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] Pferde fütternd, haltend; Θρῄκη Hes. O. 605; [[ἄστυ]] Pind. N. 10, 41, vgl. I. 3, 32; bes. zu Wettrennen, Dem. 18, 330, Zeichen des reichen Mannes; Sp., wie Plut. Them. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] Pferde fütternd, haltend; Θρῄκη Hes. O. 605; [[ἄστυ]] Pind. N. 10, 41, vgl. I. 3, 32; bes. zu Wettrennen, Dem. 18, 330, Zeichen des reichen Mannes; Sp., wie Plut. Them. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nourrit des chevaux (contrée, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qui nourrit <i>ou</i> élève des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱπποτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους, ἔχων ἀφθόνους ἵππους, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρ. [[ἱππόβοτος]], ἐπὶ τῆς Θρᾴκης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 505· περὶ τοῦ Ἄργους, Πινδ. Ν. 10. 77. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους [[χάριν]] ἱπποδρομικῶν ἀγώνων, Πινδ. Ι. 4. 23 (3. 23), κτλ.: - ἡ [[ἱπποτροφία]] ἦτο ἐν Ἑλλάδι [[σημεῖον]] πλούτου, πλούτους τε καὶ ἱπποτροφίας καὶ νίκας Πλάτ. Λύσ. 205C· ἱπποτροφεῖν ἐπιχειρήσας, ὃ τῶν εὐδαιμονεστάτων ἔργων ἐστὶ Ἰσοκρ. 353C· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 6· [[μέγας]] καὶ λαμπρὸς [[ἱπποτρόφος]] Δημ. 331. 18, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 5, Ἀγησ. 20. Παυσ. 6. 2, 1· ἵππους [[ἄγαλμα]] τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Αἰσχύλ. Πρ. 466: - ἦτο [[ὡσαύτως]] χαρακτηριστικὸν τῶν ὀλιγαρχικῶν [[πόλεων]], ὅσαις πόλεσιν ἐν τοῖς ἵπποις ἡ [[δύναμις]] ἦν, ὀλιγαρχίαι παρὰ τούτοις ἦσαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 3· [[οἷον]] ἐπὶ τῶν Μαγνήτων, τῶν Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριέων τῆς Εὐβοίας, Θέογν. 603, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 5. 6, 14. - Πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 74, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἱππεύς]], [[ἱπποβάτης]], κτλ.
|lstext='''ἱπποτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους, ἔχων ἀφθόνους ἵππους, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρ. [[ἱππόβοτος]], ἐπὶ τῆς Θρᾴκης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 505· περὶ τοῦ Ἄργους, Πινδ. Ν. 10. 77. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους [[χάριν]] ἱπποδρομικῶν ἀγώνων, Πινδ. Ι. 4. 23 (3. 23), κτλ.: - ἡ [[ἱπποτροφία]] ἦτο ἐν Ἑλλάδι [[σημεῖον]] πλούτου, πλούτους τε καὶ ἱπποτροφίας καὶ νίκας Πλάτ. Λύσ. 205C· ἱπποτροφεῖν ἐπιχειρήσας, ὃ τῶν εὐδαιμονεστάτων ἔργων ἐστὶ Ἰσοκρ. 353C· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 6· [[μέγας]] καὶ λαμπρὸς [[ἱπποτρόφος]] Δημ. 331. 18, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 5, Ἀγησ. 20. Παυσ. 6. 2, 1· ἵππους [[ἄγαλμα]] τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Αἰσχύλ. Πρ. 466: - ἦτο [[ὡσαύτως]] χαρακτηριστικὸν τῶν ὀλιγαρχικῶν [[πόλεων]], ὅσαις πόλεσιν ἐν τοῖς ἵπποις ἡ [[δύναμις]] ἦν, ὀλιγαρχίαι παρὰ τούτοις ἦσαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 3· [[οἷον]] ἐπὶ τῶν Μαγνήτων, τῶν Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριέων τῆς Εὐβοίας, Θέογν. 603, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 5. 6, 14. - Πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 74, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἱππεύς]], [[ἱπποβάτης]], κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nourrit des chevaux (contrée, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qui nourrit <i>ou</i> élève des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater