ὀδάξ: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] (vgl. [[ὀδούς]], [[δάκνω]]), adv., [[beißend]], mit den Zähnen; bes. ὀδὰξ ἕλον [[οὖδας]], von den Sterbenden (vgl. ins Gras beißen), Il. 11, 749 u. öfter, wie Eur. γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες, Phoen. 1432; πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, d. i. sie bissen fest mit den Zähnen in die Lippen, Ausdruck verhaltenes Ingrimms; διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ [[δίκτυον]] Ar. Vesp. 164, u. öfter, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] (vgl. [[ὀδούς]], [[δάκνω]]), adv., [[beißend]], mit den Zähnen; bes. ὀδὰξ ἕλον [[οὖδας]], von den Sterbenden (vgl. ins Gras beißen), Il. 11, 749 u. öfter, wie Eur. γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες, Phoen. 1432; πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, d. i. sie bissen fest mit den Zähnen in die Lippen, Ausdruck verhaltenes Ingrimms; διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ [[δίκτυον]] Ar. Vesp. 164, u. öfter, u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec les dents, en mordant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδούς]] ; <i>ou</i> R. Δακ, cf. [[δάκνω]], avec ὀ- prosth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδάξ''': Ἐπίρρ., δάκνων, διὰ τῶν ὀδόντων, Λατ. mordicus, Ὅμ.· ὀδὰξ ἕλον [[οὖδας]], «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν ἔδακον» (Σχόλ.), ἐπὶ ἀνθρώπων διατελούντων ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, Ἰλ. Λ. 749, κτλ.· [[οὕτως]], ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν Β. 418· γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες Εὐρ. Φοίν. 1423· [[ὡσαύτως]], ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, δάκνοντες τὰ χείλη ἐν ὀργῆ, Ὀδ. Α. 381· οὕτω παρὰ τοῖς Κωμικ., ἀποδάκνειν ὀδὰξ Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1· διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφ. 164· ὀδὰξ ἔχεσθαι [[αὐτόθι]] 943· λαβέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 690· - ἂν τὸ [[χωρίον]] κυνὸς ἄγριον ὄδαξ, ἔχῃ ὀρθῶς ἐν Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 79, τὸ ὄδαξ πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = [[ὀδούς]]. (Ἐκ τῆς √ΔΑΚ, δακεῖν, προτασσομένου ο, ἴδε Ο, ο, ΙΙ. 3· [[ἐντεῦθεν]] [[ὀδάξω]], [[ὀδακτάζω]], ἴδε [[ὀδάξω]]· τὸ εὐφων. ο [[ἐνίοτε]] γράφεται α-, ἴδε ἀνωτ.).
|lstext='''ὀδάξ''': Ἐπίρρ., δάκνων, διὰ τῶν ὀδόντων, Λατ. mordicus, Ὅμ.· ὀδὰξ ἕλον [[οὖδας]], «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν ἔδακον» (Σχόλ.), ἐπὶ ἀνθρώπων διατελούντων ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, Ἰλ. Λ. 749, κτλ.· [[οὕτως]], ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν Β. 418· γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες Εὐρ. Φοίν. 1423· [[ὡσαύτως]], ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, δάκνοντες τὰ χείλη ἐν ὀργῆ, Ὀδ. Α. 381· οὕτω παρὰ τοῖς Κωμικ., ἀποδάκνειν ὀδὰξ Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1· διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφ. 164· ὀδὰξ ἔχεσθαι [[αὐτόθι]] 943· λαβέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 690· - ἂν τὸ [[χωρίον]] κυνὸς ἄγριον ὄδαξ, ἔχῃ ὀρθῶς ἐν Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 79, τὸ ὄδαξ πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = [[ὀδούς]]. (Ἐκ τῆς √ΔΑΚ, δακεῖν, προτασσομένου ο, ἴδε Ο, ο, ΙΙ. 3· [[ἐντεῦθεν]] [[ὀδάξω]], [[ὀδακτάζω]], ἴδε [[ὀδάξω]]· τὸ εὐφων. ο [[ἐνίοτε]] γράφεται α-, ἴδε ἀνωτ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec les dents, en mordant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδούς]] ; <i>ou</i> R. Δακ, cf. [[δάκνω]], avec ὀ- prosth.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth