ὀκρίβας: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0316.png Seite 316]] αντος, ὁ, 1) Gerüst auf der Schaubühne, bes. in der Tragödie, von wo herab die Schauspieler sprachen, ἀναβαίνοντος ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα μετὰ τῶν ὑποκριτῶν, Plat. Conv. 194 b; Luc. Ner. 9; entweder = [[λογεῖον]], wie Schol. Plat. a. a. O. u. Phot., nach Tim. lex. [[πῆγμα]] τὸ ἐν θεάτρῳ τιθέμενον, ἐφ' οὗ ἵστανται οἱ τὰ δημόσια λέγοντες, oder die Stelle der [[θυμέλη]] in den alten Theatern vertretend, oder nach Hesych. [[κιλλίβας]] [[τρισκελής]], ἐφ' οὗ ἵσταντο οἱ ὑποκριταὶ καὶ τὰ ἐκ μετεώρου ἔλεγον; derselbe erklärt es auch noch durch ἐμβάται, wie Phot. durch ἐμβάδες; u. so braucht es Philostr. V. Apoll. 5, 9, έφεστῶτα ὀκρίβασιν [[οὕτως]] ὑψηλοῖς, vom tragischen Kothurn, nach V. Sophist. 1, 9 u. Themist. or. 26 p. 316 d Erfindung des Aeschylus. – 2) die Staffelei des Malers, Poll. 7, 129. 10, 163. – 3) der erhöhte Sitz des Kutschers, Kutschbock, Suid., u. übh., wie [[κιλλίβας]], ein Gerüst, hinaufzusteigen oder Etwas darauf zu stellen, Bock. – Nach Hesych. auch = [[κίλλος]], Esel, wilder Bock.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0316.png Seite 316]] αντος, ὁ, 1) Gerüst auf der Schaubühne, bes. in der Tragödie, von wo herab die Schauspieler sprachen, ἀναβαίνοντος ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα μετὰ τῶν ὑποκριτῶν, Plat. Conv. 194 b; Luc. Ner. 9; entweder = [[λογεῖον]], wie Schol. Plat. a. a. O. u. Phot., nach Tim. lex. [[πῆγμα]] τὸ ἐν θεάτρῳ τιθέμενον, ἐφ' οὗ ἵστανται οἱ τὰ δημόσια λέγοντες, oder die Stelle der [[θυμέλη]] in den alten Theatern vertretend, oder nach Hesych. [[κιλλίβας]] [[τρισκελής]], ἐφ' οὗ ἵσταντο οἱ ὑποκριταὶ καὶ τὰ ἐκ μετεώρου ἔλεγον; derselbe erklärt es auch noch durch ἐμβάται, wie Phot. durch ἐμβάδες; u. so braucht es Philostr. V. Apoll. 5, 9, έφεστῶτα ὀκρίβασιν [[οὕτως]] ὑψηλοῖς, vom tragischen Kothurn, nach V. Sophist. 1, 9 u. Themist. or. 26 p. 316 d Erfindung des Aeschylus. – 2) die Staffelei des Malers, Poll. 7, 129. 10, 163. – 3) der erhöhte Sitz des Kutschers, Kutschbock, Suid., u. übh., wie [[κιλλίβας]], ein Gerüst, hinaufzusteigen oder Etwas darauf zu stellen, Bock. – Nach Hesych. auch = [[κίλλος]], Esel, wilder Bock.
}}
{{bailly
|btext=βαντος (ὁ) :<br />estrade d'où déclamaient les acteurs de tragédie.<br />'''Étymologie:''' ὄκρις, [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκρίβας''': [ῐ], -αντος, ὁ, ([[ὄκρις]], βαίνω) [[εἶδος]] βήματος ἐπὶ τῆς τραγικῆς σκηνῆς, [[ὁπόθεν]] οἱ ὑποκριταὶ ἀπήγγελον τὰ ἑαυτῶν μέρη, ὡς τὸ [[λογεῖον]], Λατ. pulpitum, Πλάτ. Συμπ. 194Β· νομίζουσί τινες ὅτι τοῦτο ἦτο ἐν τῷ ἀρχαιοτάτῳ ξυλίνῳ θεάτρῳ ὅ,τι μετὰ [[ταῦτα]] ἡ [[θυμέλη]], καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἀναφέρουσιν εἰς τὸν Αἰσχύλον, Φιλόστρ. 245, 492, Θεμίστ. 316D· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὁρατ. Α. Ρ. 297· - ἐν τῷ πληθ., Φιλόστρ. 195, Λουκ. Νέρων 9. ΙΙ. [[καθόλου]], ὡς τὸ [[κιλλίβας]], 1) τῶν ζωγράφων τὸ τρισκελὲς [[στήριγμα]] τῶν εἰκόνων, Πολυδ. Ζ΄, 129. 2) τὸ [[ἑδώλιον]] [[ἤτοι]] [[κάθισμα]] τοῦ ἁρματηλάτου ἢ ἡνιόχου, Φώτ., Σουΐδ., (ἔνθ’ ἀντὶ [[σχῆμα]] ἡνιόχου [[ἀναγνωστέον]] [[ὄχημα]], ὡς ἔχει καὶ ὁ Ἡσύχιος ἐν λ., ἴδε Bachm. Ἀνέκδ. σ. 315). ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀκρίβας]]· οἱ μὲν ὄνον φασίν, οἱ δὲ ἄγριον κριὸν» κτλ.
|lstext='''ὀκρίβας''': [ῐ], -αντος, ὁ, ([[ὄκρις]], βαίνω) [[εἶδος]] βήματος ἐπὶ τῆς τραγικῆς σκηνῆς, [[ὁπόθεν]] οἱ ὑποκριταὶ ἀπήγγελον τὰ ἑαυτῶν μέρη, ὡς τὸ [[λογεῖον]], Λατ. pulpitum, Πλάτ. Συμπ. 194Β· νομίζουσί τινες ὅτι τοῦτο ἦτο ἐν τῷ ἀρχαιοτάτῳ ξυλίνῳ θεάτρῳ ὅ,τι μετὰ [[ταῦτα]] ἡ [[θυμέλη]], καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἀναφέρουσιν εἰς τὸν Αἰσχύλον, Φιλόστρ. 245, 492, Θεμίστ. 316D· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὁρατ. Α. Ρ. 297· - ἐν τῷ πληθ., Φιλόστρ. 195, Λουκ. Νέρων 9. ΙΙ. [[καθόλου]], ὡς τὸ [[κιλλίβας]], 1) τῶν ζωγράφων τὸ τρισκελὲς [[στήριγμα]] τῶν εἰκόνων, Πολυδ. Ζ΄, 129. 2) τὸ [[ἑδώλιον]] [[ἤτοι]] [[κάθισμα]] τοῦ ἁρματηλάτου ἢ ἡνιόχου, Φώτ., Σουΐδ., (ἔνθ’ ἀντὶ [[σχῆμα]] ἡνιόχου [[ἀναγνωστέον]] [[ὄχημα]], ὡς ἔχει καὶ ὁ Ἡσύχιος ἐν λ., ἴδε Bachm. Ἀνέκδ. σ. 315). ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀκρίβας]]· οἱ μὲν ὄνον φασίν, οἱ δὲ ἄγριον κριὸν» κτλ.
}}
{{bailly
|btext=βαντος (ὁ) :<br />estrade d'où déclamaient les acteurs de tragédie.<br />'''Étymologie:''' ὄκρις, [[βαίνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm