ἴδρις: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ιος, att. εως, acc. ἴδριδα wird aus Soph. angeführt, wie Phrvnich. ἴδριδες gesagt hatte, s. Schol. Il. 3, 219 ([[οἶδα]], [[ἴδμεν]]); [[kundig]], erfahren; ἀνὴρ [[ἴδρις]], ὃν [[Ἥφαιστος]] δέδαεν καὶ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] τέχνην παντοίην Od. 6, 233; c. inf., ἴδριες νῆα ἐλαυνέμεν 7, 108; Hes. Sc. 53; καλῶν [[ἴδρις]] Pind. Ol. 1, 104; μάχης Aesch. Ag. 434; τῶν ἔργων Soph. El. 598; κατὰ γνώμην [[ἴδρις]] O. R. 1087; κακῶν Eur. Med. 285; sp. D., πάσης ἴδρι (voc.) γεωγραφίης Crinag. 24 (IX, 559); ἐν πολέμοις D. Per. 857. – Bei Hes. O. 776 ist [[ἴδρις]] die Ameise, die Vorbedächtige.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ιος, att. εως, acc. ἴδριδα wird aus Soph. angeführt, wie Phrvnich. ἴδριδες gesagt hatte, s. Schol. Il. 3, 219 ([[οἶδα]], [[ἴδμεν]]); [[kundig]], erfahren; ἀνὴρ [[ἴδρις]], ὃν [[Ἥφαιστος]] δέδαεν καὶ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] τέχνην παντοίην Od. 6, 233; c. inf., ἴδριες νῆα ἐλαυνέμεν 7, 108; Hes. Sc. 53; καλῶν [[ἴδρις]] Pind. Ol. 1, 104; μάχης Aesch. Ag. 434; τῶν ἔργων Soph. El. 598; κατὰ γνώμην [[ἴδρις]] O. R. 1087; κακῶν Eur. Med. 285; sp. D., πάσης ἴδρι (voc.) γεωγραφίης Crinag. 24 (IX, 559); ἐν πολέμοις D. Per. 857. – Bei Hes. O. 776 ist [[ἴδρις]] die Ameise, die Vorbedächtige.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />savant, instruit, habile : τινος, en qch ; οὐδὲν [[ἴδρις]] SOPH qui ne sait rien, ignorant ; avec un inf., habile à faire qch.<br />'''Étymologie:''' R. Ἰδ, savoir ; v. *εἴδω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴδρις''': γεν. ἴδριος, Ἀττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, οὐδ. ἴδρι· κλητ. ἴδρι Ἀττ.: πληθ. ἴδριες· - τοὺς τύπους ἴδριδι, ἴδριδα, ἴδριδες (ἐν χρήσει ἀναμφιβόλως [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῇ Σαπφοῖ, τῷ Σοφοκλ. καὶ Φρυν.) ἀποδοκιμάζει ὁ Εὐστ. 407. 38, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 219, Ἐτυμ. M. 42 40· (√ϜΙΔ, [[οἶδα]]) - ποιητ. ἐπίθ. πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἴδρις]] ἀνὴρ Ὀδ. Ζ. 233., Ψ. 160· μετ’ ἀπαρ., ἴδριες... νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν Η. 108· μετὰ γεν. πράγμ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 351, Πινδ. Ο. 1. 167, Τραγ., κλ.· μετὰ προθ., κατὰ γνώμην [[ἴδρις]] Ζοφ. Ο. Τ. 1087· οὐδὲν [[ἴδρις]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 525· ἐν πολέμοις Διον. Π. 857. 2) [[ἴδρις]], μόνον παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, ὁ [[προνοητικός]], δηλ. ὁ [[μύρμηξ]] (ὡς ἐν στ. 522, [[ἀνόστεος]], ὁ [[ἄνευ]] ὀστῶν, δηλ. ὁ [[πολύπους]] 569, [[φερέοικος]], ὁ τὸ [[οἴκημα]] μεθ’ ἐαυτοῦ φέρων, ὁ [[κοχλίας]]): πρβλ. [[ἀνθεμουργός]].
|lstext='''ἴδρις''': γεν. ἴδριος, Ἀττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, οὐδ. ἴδρι· κλητ. ἴδρι Ἀττ.: πληθ. ἴδριες· - τοὺς τύπους ἴδριδι, ἴδριδα, ἴδριδες (ἐν χρήσει ἀναμφιβόλως [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῇ Σαπφοῖ, τῷ Σοφοκλ. καὶ Φρυν.) ἀποδοκιμάζει ὁ Εὐστ. 407. 38, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 219, Ἐτυμ. M. 42 40· (√ϜΙΔ, [[οἶδα]]) - ποιητ. ἐπίθ. πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἴδρις]] ἀνὴρ Ὀδ. Ζ. 233., Ψ. 160· μετ’ ἀπαρ., ἴδριες... νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν Η. 108· μετὰ γεν. πράγμ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 351, Πινδ. Ο. 1. 167, Τραγ., κλ.· μετὰ προθ., κατὰ γνώμην [[ἴδρις]] Ζοφ. Ο. Τ. 1087· οὐδὲν [[ἴδρις]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 525· ἐν πολέμοις Διον. Π. 857. 2) [[ἴδρις]], μόνον παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, ὁ [[προνοητικός]], δηλ. ὁ [[μύρμηξ]] (ὡς ἐν στ. 522, [[ἀνόστεος]], ὁ [[ἄνευ]] ὀστῶν, δηλ. ὁ [[πολύπους]] 569, [[φερέοικος]], ὁ τὸ [[οἴκημα]] μεθ’ ἐαυτοῦ φέρων, ὁ [[κοχλίας]]): πρβλ. [[ἀνθεμουργός]].
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />savant, instruit, habile : τινος, en qch ; οὐδὲν [[ἴδρις]] SOPH qui ne sait rien, ignorant ; avec un inf., habile à faire qch.<br />'''Étymologie:''' R. Ἰδ, savoir ; v. *εἴδω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth