ὀθόνη: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0296.png Seite 296]] ἡ, seine, weiße Leinwand, u. daraus gemachte seine, leichte Kleider der Frauen; ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν, Il. 3, 141; αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, 18, 595; [[καιροσέων]] δ' ὀθονέων, Od. 7, 107, s. [[καιροσέων]]; für »Segel« steht es im plur. Satyr. 5 (X, 5), wie νεῶν Mel. 80 (XII, 53); auch Luc. oft, ὁ [[ἄνεμος]] ἐμπίπτων τῇ ὀθόνῃ Iov. Trag. 46, Segel, wie V. H. 2, 38, u. öfter für seine Leinwand, Gewand, ἐσταλμένος ταῖς ὀθόναις γελοίως Mort. D. 3, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0296.png Seite 296]] ἡ, seine, weiße Leinwand, u. daraus gemachte seine, leichte Kleider der Frauen; ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν, Il. 3, 141; αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, 18, 595; [[καιροσέων]] δ' ὀθονέων, Od. 7, 107, s. [[καιροσέων]]; für »Segel« steht es im plur. Satyr. 5 (X, 5), wie νεῶν Mel. 80 (XII, 53); auch Luc. oft, ὁ [[ἄνεμος]] ἐμπίπτων τῇ ὀθόνῃ Iov. Trag. 46, Segel, wie V. H. 2, 38, u. öfter für seine Leinwand, Gewand, ἐσταλμένος ταῖς ὀθόναις γελοίως Mort. D. 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> linge fin, toile fine pour vêtements de femme;<br /><b>2</b> la voile.<br />'''Étymologie:''' DELG sûrement emprunt ; cf. [[βελόνη]], [[περόνη]] ; pê de l'égyptien idmj « étoffe de lin rouge ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀθόνη''': ἡ, [[λεπτὸν]] λινοῦν [[ὕφασμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ., λεπτὰ λινᾶ ἐνδύματα, Ὀδ. Η. 107· ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσι Ἰλ. Γ. 121, πρβλ. Σ. 595· ὀθόναις ἐσταλμένος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 3. 2. 2) ἀκολούθως, ἱστία, πνεύσεται εἰς ὀθόνας Ἀνθ. Π. 12. 53, πρβλ. 10. 5· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ὕφασμα]] δι’ [[ἱστίον]], [[ἱστίον]], «πανί», Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 46, πρβλ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 37. 3) ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν περικλειουσῶν τὴν κόρην τοῦ ὀφθαλμοῦ μεμβρανῶν, Ἐμπεδ. 227. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀθόναι· τὰ περιβόλαια πάντα. παρὰ τὸ ἕσασθαι. τινὲς δὲ ζώνας ἀποδεδώκασιν», [[προσέτι]]: «[[ὀθόνη]]· [[σινδών]]. [[ζώνη]] [[τελαμών]]. [[γυναικεῖον]] [[ὀθόνιον]] λεπτόν. καὶ πᾶν τὸ ἰσχνόν, κἂν μὴ λινοῦν ᾖ» ὁ αὐτ.
|lstext='''ὀθόνη''': ἡ, [[λεπτὸν]] λινοῦν [[ὕφασμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ., λεπτὰ λινᾶ ἐνδύματα, Ὀδ. Η. 107· ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσι Ἰλ. Γ. 121, πρβλ. Σ. 595· ὀθόναις ἐσταλμένος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 3. 2. 2) ἀκολούθως, ἱστία, πνεύσεται εἰς ὀθόνας Ἀνθ. Π. 12. 53, πρβλ. 10. 5· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ὕφασμα]] δι’ [[ἱστίον]], [[ἱστίον]], «πανί», Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 46, πρβλ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 37. 3) ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν περικλειουσῶν τὴν κόρην τοῦ ὀφθαλμοῦ μεμβρανῶν, Ἐμπεδ. 227. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀθόναι· τὰ περιβόλαια πάντα. παρὰ τὸ ἕσασθαι. τινὲς δὲ ζώνας ἀποδεδώκασιν», [[προσέτι]]: «[[ὀθόνη]]· [[σινδών]]. [[ζώνη]] [[τελαμών]]. [[γυναικεῖον]] [[ὀθόνιον]] λεπτόν. καὶ πᾶν τὸ ἰσχνόν, κἂν μὴ λινοῦν ᾖ» ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> linge fin, toile fine pour vêtements de femme;<br /><b>2</b> la voile.<br />'''Étymologie:''' DELG sûrement emprunt ; cf. [[βελόνη]], [[περόνη]] ; pê de l'égyptien idmj « étoffe de lin rouge ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth