ὀρχηστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0390.png Seite 390]] zum Tanze gehörig; ἡ ὀρχηστικὴ [[τέχνη]], die Tanzkunst, Plat. Legg. VII, 816 a; ohne [[τέχνη]], Pol. 9, 20, 7; Folgde; ὀρχηστικαὶ ὑποθέσεις, pantomimisch, Luc. de salt. 31; ὀρχηστικωτέρα ἡ [[ποίησις]], Arist. poet. 4, 18. – Adv., Ael. N. A. 2, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0390.png Seite 390]] zum Tanze gehörig; ἡ ὀρχηστικὴ [[τέχνη]], die Tanzkunst, Plat. Legg. VII, 816 a; ohne [[τέχνη]], Pol. 9, 20, 7; Folgde; ὀρχηστικαὶ ὑποθέσεις, pantomimisch, Luc. de salt. 31; ὀρχηστικωτέρα ἡ [[ποίησις]], Arist. poet. 4, 18. – Adv., Ael. N. A. 2, 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la danse ; ἡ ὀρχηστική ([[τέχνη]]) l'art de la danse;<br /><b>2</b> qui se livre à la danse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρχηστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄρχησιν, ἐπὶ τοῦ τροχαϊκοῦ στίχου (πρβλ. [[κορδακικός]]), τῷ τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν [[εἶναι]] τὴν ποίησιν Ἀριστ. Ποιητ. 4, 18· ὀρ. [[μέτρον]] [[αὐτόθι]] 24, 10· ὀρχ. [[μέλος]], [[σχῆμα]] Ἀθήν., κλ., ἴδε ἐν λ. [[ὑγρότης]]· ― ἡ ὀρχηστικὴ [[τέχνη]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ ὀρχεῖσθαι, τοῦ χοροῦ, Πλάτ. Νόμ. 816Α, κτλ.· τὸ ὀρχηστικόν, Λογγῖν. 41. 1. ΙΙ. [[παντομιμικός]], Λουκ. π. Ὀρχ. 31· - ὀρχηστρικὸς [[εἶναι]] πιθαν. ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ [[ὀρχηστικός]], ἐν Θεοπόμπ. παρ’ Ἀθην. 531C.
|lstext='''ὀρχηστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄρχησιν, ἐπὶ τοῦ τροχαϊκοῦ στίχου (πρβλ. [[κορδακικός]]), τῷ τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν [[εἶναι]] τὴν ποίησιν Ἀριστ. Ποιητ. 4, 18· ὀρ. [[μέτρον]] [[αὐτόθι]] 24, 10· ὀρχ. [[μέλος]], [[σχῆμα]] Ἀθήν., κλ., ἴδε ἐν λ. [[ὑγρότης]]· ― ἡ ὀρχηστικὴ [[τέχνη]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ ὀρχεῖσθαι, τοῦ χοροῦ, Πλάτ. Νόμ. 816Α, κτλ.· τὸ ὀρχηστικόν, Λογγῖν. 41. 1. ΙΙ. [[παντομιμικός]], Λουκ. π. Ὀρχ. 31· - ὀρχηστρικὸς [[εἶναι]] πιθαν. ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ [[ὀρχηστικός]], ἐν Θεοπόμπ. παρ’ Ἀθην. 531C.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la danse ; ἡ ὀρχηστική ([[τέχνη]]) l'art de la danse;<br /><b>2</b> qui se livre à la danse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρχέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml