ὀρείχαλκος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] ὁ, das lat. orichalcum oder aurichalcum, ein natürliches Erz u. daraus bereiteter Messing; H. h. 5, 9; Beinschienen sind daraus gemacht Hes. Sc. 122; τὸ [[γένος]] ἐκ τῆς γῆς ὀρυττόμενον ὀρειχάλκου, Plat. Critia. 114 e, vulg. ὀρείχαλκον; auch das künstlich gefertigte Messing, Sp. – Adjectivisch, von Messing, Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] ὁ, das lat. orichalcum oder aurichalcum, ein natürliches Erz u. daraus bereiteter Messing; H. h. 5, 9; Beinschienen sind daraus gemacht Hes. Sc. 122; τὸ [[γένος]] ἐκ τῆς γῆς ὀρυττόμενον ὀρειχάλκου, Plat. Critia. 114 e, vulg. ὀρείχαλκον; auch das künstlich gefertigte Messing, Sp. – Adjectivisch, von Messing, Suid.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />orichalque <i>ou</i> laiton.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρείχαλκος''': (φέρεται ὀρίχαλκος ἐν παλαιᾷ τινι Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 161), ὁ Λατιν. orichalcum, ([[ὅπερ]] κατ’ ἐσφαλμένην ἐτυμολογίαν [[συχνάκις]] ἐφέρετο aurichalcum), χαλκὸς τοῦ ὄρους, δηλ. [[μέταλλον]] κιτρίνου χαλκοῦ, χαλκὸς ἢ «μπροῦντζος» ὁ ἐξ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. τὸ Γαλλ. archall = [[σύρμα]] ὀρειχάλκου), Ὁμ. Ὕμν. 5. 9, Ἡσ. Ἀσπίς Ἡρ. 122· - «Ἀριστοτέλης δὲ ἐν Τελεταῖς φηςὶ [[μηδὲ]] ὑπάρχειν τὸ [[ὄνομα]], [[μηδὲ]] τὸ τούτου [[εἶδος]]· τὸν γὰρ ὀρείχαλκον, [φησὶ], [[ἔνιοι]] ὑπολαμβάνουσι λέγεσθαι μὲν μὴ [[εἶναι]] δέ. Τῶν δὲ εἰκῇ διαδεδομένων καὶ τοῦτο. (οἱ γὰρ πολυπραγμονέστεροί φασιν αὐτὸν ὑπάρχειν.) Μνημονεύει δὲ καὶ Στησίχορος καὶ Βακχυλίδης» κτλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ἀργον. Δ. 973, Πλάτ. Κριτί. 114Ε· [[κάτοπτρον]] ἐξ [[αὐτοῦ]], Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 19· ὁ Στράβων καλεῖ αὐτὸν ψευδάργυρον, δηλ. [[μῖγμα]] ἀργύρου καὶ χαλκοῦ, σ. 610, πρβλ. Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Ἄνδειρα. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., = [[ὀρειχάλκινος]], Σουΐδ.
|lstext='''ὀρείχαλκος''': (φέρεται ὀρίχαλκος ἐν παλαιᾷ τινι Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 161), ὁ Λατιν. orichalcum, ([[ὅπερ]] κατ’ ἐσφαλμένην ἐτυμολογίαν [[συχνάκις]] ἐφέρετο aurichalcum), χαλκὸς τοῦ ὄρους, δηλ. [[μέταλλον]] κιτρίνου χαλκοῦ, χαλκὸς ἢ «μπροῦντζος» ὁ ἐξ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. τὸ Γαλλ. archall = [[σύρμα]] ὀρειχάλκου), Ὁμ. Ὕμν. 5. 9, Ἡσ. Ἀσπίς Ἡρ. 122· - «Ἀριστοτέλης δὲ ἐν Τελεταῖς φηςὶ [[μηδὲ]] ὑπάρχειν τὸ [[ὄνομα]], [[μηδὲ]] τὸ τούτου [[εἶδος]]· τὸν γὰρ ὀρείχαλκον, [φησὶ], [[ἔνιοι]] ὑπολαμβάνουσι λέγεσθαι μὲν μὴ [[εἶναι]] δέ. Τῶν δὲ εἰκῇ διαδεδομένων καὶ τοῦτο. (οἱ γὰρ πολυπραγμονέστεροί φασιν αὐτὸν ὑπάρχειν.) Μνημονεύει δὲ καὶ Στησίχορος καὶ Βακχυλίδης» κτλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ἀργον. Δ. 973, Πλάτ. Κριτί. 114Ε· [[κάτοπτρον]] ἐξ [[αὐτοῦ]], Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 19· ὁ Στράβων καλεῖ αὐτὸν ψευδάργυρον, δηλ. [[μῖγμα]] ἀργύρου καὶ χαλκοῦ, σ. 610, πρβλ. Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Ἄνδειρα. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., = [[ὀρειχάλκινος]], Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />orichalque <i>ou</i> laiton.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{grml
{{grml