ὀλιγαρχικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ή, όν, die Oligarchie betreffend, von Menschen, oligarchisch gesinnt, für die Herrschaft Weniger geneigt; Thuc. 8, 72; Plat. Rep. VIII, 553 e; καὶ [[μισόδημος]], Andoc. 4, 16; Folgde. – Adv., Plat. Rep. VIII, 555 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ή, όν, die Oligarchie betreffend, von Menschen, oligarchisch gesinnt, für die Herrschaft Weniger geneigt; Thuc. 8, 72; Plat. Rep. VIII, 553 e; καὶ [[μισόδημος]], Andoc. 4, 16; Folgde. – Adv., Plat. Rep. VIII, 555 a.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'oligarchie;<br /><b>2</b> partisan de l'oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγαρχία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγαρχικός''': ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ ὀλ. [[κόσμος]] Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· [[πολιτεία]] [[αὐτόθι]] 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιαρχική = [[ὀλιγαρχία]], [[αὐτόθι]] 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον [[αὐτόθι]] 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ [[ἐναντίον]] τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2.
|lstext='''ὀλῐγαρχικός''': ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ ὀλ. [[κόσμος]] Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· [[πολιτεία]] [[αὐτόθι]] 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιαρχική = [[ὀλιγαρχία]], [[αὐτόθι]] 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον [[αὐτόθι]] 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ [[ἐναντίον]] τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'oligarchie;<br /><b>2</b> partisan de l'oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγαρχία]].
}}
}}
{{grml
{{grml