ὄργυια: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] ἡ ([[ὀρέγω]]), nach Arcad. p. 100, 3 im plur. ὀργυιαί, in Prosa aber auch ὀργυιά accentuirt, bei Hom. rechtfertigt die Kürze der letzten Sylbe den Accent auf der drittletzten; – die [[Klafter]], der Raum zwischen den beiden ausgestreckten Armen; ὅσον τ' [[ὄργυια]], Il. 23, 327 Od. 9, 325; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 19, χεῖρες, εἰ δέοι αὐτὰ τὰ [[πλέον]] ὀργυιᾶς διέχοντα ἅμα ποιῆσαι, οὐκ ἂν δύναιντο, πόδες δὲ οὐδ' ἂν ἐπὶ τὰ ὀργυιὰν διέχοντα ἔλθοιεν ἅμα. – Als bestimmtes Längenmaaß, = 4 πήχεις oder sechs Fuß, Her. 2, 149; 100 Orgyien bilden ein Stadion, 4, 41; Plin. übersetzt ulna. – Als Feldmaaß, eine Feldruthe, = 9¼ σπιθαμαὶ βασιλικαί oder παλαισταί, – Vgl. noch [[ὀρόγυια]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] ἡ ([[ὀρέγω]]), nach Arcad. p. 100, 3 im plur. ὀργυιαί, in Prosa aber auch ὀργυιά accentuirt, bei Hom. rechtfertigt die Kürze der letzten Sylbe den Accent auf der drittletzten; – die [[Klafter]], der Raum zwischen den beiden ausgestreckten Armen; ὅσον τ' [[ὄργυια]], Il. 23, 327 Od. 9, 325; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 19, χεῖρες, εἰ δέοι αὐτὰ τὰ [[πλέον]] ὀργυιᾶς διέχοντα ἅμα ποιῆσαι, οὐκ ἂν δύναιντο, πόδες δὲ οὐδ' ἂν ἐπὶ τὰ ὀργυιὰν διέχοντα ἔλθοιεν ἅμα. – Als bestimmtes Längenmaaß, = 4 πήχεις oder sechs Fuß, Her. 2, 149; 100 Orgyien bilden ein Stadion, 4, 41; Plin. übersetzt ulna. – Als Feldmaaß, eine Feldruthe, = 9¼ σπιθαμαὶ βασιλικαί oder παλαισταί, – Vgl. noch [[ὀρόγυια]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> brasse, longueur des deux bras étendus de l'extrémité d’une main à l'autre;<br /><b>2</b> mesure de quatre coudées <i>ou</i> six pieds.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὀρέγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄργυιᾰ''': ἢ ὀργυιά, Ἰωνικ. ὀργυιή, ῆς, ἡ, ([[ὀρέγω]], πρβλ. [[ἀγυιά]])· [[κυρίως]] τὸ [[μῆκος]] ἢ [[διάστημα]] τῶν ἐκτεταμένων [[ἑκατέρωθεν]] ὁριζοντίως βραχιόνων (ὡς φαίνεται ἔν τινι τῶν μαρμάρων τοῦ Pomfret ἐν Ὀξονίᾳ), δηλ. [[περίπου]] 6 πόδ. ἢ 1 μέτρ. καὶ 85 ἑκατοστ., ἕστηκε [[ξύλον]] ..., ὅσον τ’ ὄργυι’ Ἰλ. Ψ. 327· ὅσον τ’ ὄργυιαν ... ἀπέκοψα Ὀδ. Ι. 325, πρβλ. Κ. 167, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19. 2) τὸ ἀκριβὲς [[μῆκος]] ὡς [[μέτρον]] ὑπάρχει παρ’ Ἡροδ. 2. 149, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος, καὶ προσθέτει ὅτι: 100 ὀργυιαὶ ἀποτελοῦσιν ἓν [[στάδιον]], πρβλ. 4. 41 καὶ 86· - ἀλλ’ ὁ Πλίν. τὸ μεταφράζει διὰ τοῦ ulna 10 πόδ. 3) χωρομετρική τις [[ῥάβδος]], = 9 ¼ σπιθαμαῖς βασιλικαῖς, Ἥρων Μαθημ. - Ποιητ. [[ὡσαύτως]] [[ὀρόγυια]], ὃ ἴδε. [[Κατὰ]] τὸν Ἀρκάδ. 98. 3, ἀείποτε [[ὄργυια]], ἀλλ’ ἐν τῇ ὀνομ. πληθ. ὀργυιαί. Εἶναι [[ὄργυια]] παρ’ Ὁμ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις τὸ ἑνικ. φαίρεται καὶ ὀργυιά· καὶ [[οὕτως]] Ἰων. ὀργυιὴ ἐν Ἀράτ. 169, Νικ. Θηρ. 169. Ἐν συνθέσει γίνεται ὠρυγ-, ἴδε [[δεκώρυγος]].
|lstext='''ὄργυιᾰ''': ἢ ὀργυιά, Ἰωνικ. ὀργυιή, ῆς, ἡ, ([[ὀρέγω]], πρβλ. [[ἀγυιά]])· [[κυρίως]] τὸ [[μῆκος]] ἢ [[διάστημα]] τῶν ἐκτεταμένων [[ἑκατέρωθεν]] ὁριζοντίως βραχιόνων (ὡς φαίνεται ἔν τινι τῶν μαρμάρων τοῦ Pomfret ἐν Ὀξονίᾳ), δηλ. [[περίπου]] 6 πόδ. ἢ 1 μέτρ. καὶ 85 ἑκατοστ., ἕστηκε [[ξύλον]] ..., ὅσον τ’ ὄργυι’ Ἰλ. Ψ. 327· ὅσον τ’ ὄργυιαν ... ἀπέκοψα Ὀδ. Ι. 325, πρβλ. Κ. 167, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19. 2) τὸ ἀκριβὲς [[μῆκος]] ὡς [[μέτρον]] ὑπάρχει παρ’ Ἡροδ. 2. 149, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος, καὶ προσθέτει ὅτι: 100 ὀργυιαὶ ἀποτελοῦσιν ἓν [[στάδιον]], πρβλ. 4. 41 καὶ 86· - ἀλλ’ ὁ Πλίν. τὸ μεταφράζει διὰ τοῦ ulna 10 πόδ. 3) χωρομετρική τις [[ῥάβδος]], = 9 ¼ σπιθαμαῖς βασιλικαῖς, Ἥρων Μαθημ. - Ποιητ. [[ὡσαύτως]] [[ὀρόγυια]], ὃ ἴδε. [[Κατὰ]] τὸν Ἀρκάδ. 98. 3, ἀείποτε [[ὄργυια]], ἀλλ’ ἐν τῇ ὀνομ. πληθ. ὀργυιαί. Εἶναι [[ὄργυια]] παρ’ Ὁμ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις τὸ ἑνικ. φαίρεται καὶ ὀργυιά· καὶ [[οὕτως]] Ἰων. ὀργυιὴ ἐν Ἀράτ. 169, Νικ. Θηρ. 169. Ἐν συνθέσει γίνεται ὠρυγ-, ἴδε [[δεκώρυγος]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> brasse, longueur des deux bras étendus de l'extrémité d’une main à l'autre;<br /><b>2</b> mesure de quatre coudées <i>ou</i> six pieds.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὀρέγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth