ὄχησις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se faire voiturer <i>ou</i> transporter.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄχησις''': ἡ, ([[ὀχέω]]) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς [[σκέλος]] κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.
|lstext='''ὄχησις''': ἡ, ([[ὀχέω]]) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς [[σκέλος]] κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se faire voiturer <i>ou</i> transporter.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm