ὑπεράνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] oben darüber; [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ [[ὑπεράνω]] πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] oben darüber; [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ [[ὑπεράνω]] πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait au-dessus : [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι PLUT l'emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν <i>ou</i> ποιεῖσθαί τινα [[ὑπεράνω]] τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄνω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεράνω''': [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν [[ὑπεράνω]] λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ [[ἔλαιον]] ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, [[νικᾶν]] τι, τῆς ὀργῆς [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς [[αὐτόθι]] 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) [[αὐτάρκης]] ἐστὶν ἡ [[μεγαλοψυχία]] πρὸς τὸ πάντων [[ὑπεράνω]] ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.
|lstext='''ὑπεράνω''': [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν [[ὑπεράνω]] λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ [[ἔλαιον]] ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, [[νικᾶν]] τι, τῆς ὀργῆς [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς [[αὐτόθι]] 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) [[αὐτάρκης]] ἐστὶν ἡ [[μεγαλοψυχία]] πρὸς τὸ πάντων [[ὑπεράνω]] ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait au-dessus : [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι PLUT l'emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν <i>ou</i> ποιεῖσθαί τινα [[ὑπεράνω]] τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄνω]]².
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR