ὑπέρβιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] übergewaltig, übermächtig; [[Ἡρακλῆς]] Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermüthig, gewaltthätig, frevelhaft; [[οἷος]] ἐκείνου θυμὸς [[ὑπέρβιος]] Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ [[βοῦς]] ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] übergewaltig, übermächtig; [[Ἡρακλῆς]] Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermüthig, gewaltthätig, frevelhaft; [[οἷος]] ἐκείνου θυμὸς [[ὑπέρβιος]] Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ [[βοῦς]] ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; <i>adv.</i> • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρβιος''': -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, [[Ἡρακλῆς]] Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παράνομος]], [[ἄνομος]], [[βίαιος]], [[ἀκόλαστος]], οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. super-bus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. [[ὑπὲρ]] δύναμιν. [[πάνυ]] βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, [[οἷον]] [[ἄγαν]] βιαίως ἢ [[ὑπερβαλλόντως]] τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».
|lstext='''ὑπέρβιος''': -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, [[Ἡρακλῆς]] Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παράνομος]], [[ἄνομος]], [[βίαιος]], [[ἀκόλαστος]], οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. super-bus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. [[ὑπὲρ]] δύναμιν. [[πάνυ]] βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, [[οἷον]] [[ἄγαν]] βιαίως ἢ [[ὑπερβαλλόντως]] τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; <i>adv.</i> • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βία]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth