ὑπεραιωρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />élever <i>ou</i> tenir en suspens au-dessus;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> s'élever au-dessus de, gén. ; faire saillie <i>en parl. d’un os déboité</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de mar.</i> parvenir à hauteur de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἰωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεραιωρέω''': κρατῶ τι ὑψηλά, [[ὑπεράνω]], [[κρεμῶ]] τι [[ὑπεράνω]]· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι [[ὑπεράνω]], τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, μετὰ γεν. τόπου, [[ἀράζω]], ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) [[ἐγείρω]], κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ [[ὑπὲρ]] τῆς κοτύλης, ὑψοῦται [[ὑπεράνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. [[ὑπὲρ]] ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.
|lstext='''ὑπεραιωρέω''': κρατῶ τι ὑψηλά, [[ὑπεράνω]], [[κρεμῶ]] τι [[ὑπεράνω]]· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι [[ὑπεράνω]], τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, μετὰ γεν. τόπου, [[ἀράζω]], ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) [[ἐγείρω]], κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ [[ὑπὲρ]] τῆς κοτύλης, ὑψοῦται [[ὑπεράνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. [[ὑπὲρ]] ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />élever <i>ou</i> tenir en suspens au-dessus;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> s'élever au-dessus de, gén. ; faire saillie <i>en parl. d’un os déboité</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de mar.</i> parvenir à hauteur de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἰωρέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπεραιωρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высоко поднимать]], [[подвешивать]]: ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. подниматься высоко над домом; ὑπεραιωρηθείς Luc. поднявшись на воздух; ἡ [[προνομαία]] ὑπεραιωρουμένη Luc. высоко поднятый хобот (слона);<br /><b class="num">2)</b> med. [[доплывать]], [[прибывать]] (на кораблях): [[τῇσι]] νηυσὶ ὑπεραιωρηθῆναι Φαλήρου Her. доплыть на кораблях до Фалера.
|elrutext='''ὑπεραιωρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высоко поднимать]], [[подвешивать]]: ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. подниматься высоко над домом; ὑπεραιωρηθείς Luc. поднявшись на воздух; ἡ [[προνομαία]] ὑπεραιωρουμένη Luc. высоко поднятый хобот (слона);<br /><b class="num">2)</b> med. [[доплывать]], [[прибывать]] (на кораблях): [[τῇσι]] νηυσὶ ὑπεραιωρηθῆναι Φαλήρου Her. доплыть на кораблях до Фалера.
}}
}}