ὠτειλή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=w)teilh/
|Beta Code=w)teilh/
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[wound]], esp. a [[fresh]], [[open]] [[wound]], Il. (acc. to Ammon. Diff.pp.104,144, opp. [[οὐλή]]) ; δεῖξεν . . αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Il.5.870; αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξὠ. 11.266, cf. 17.297; δόρυ χάλκεον ἐξὠ. εἴρυσε 16.862; ὠτειλὴν . . δῆσαν ἐπισταμένως Od.19.456;—Aristarch. considered [[ὠτειλή]] as restricted in Hom. to a [[wound inflicted hand to hand]], not by a missile, χαλκοτύπους ὠ. Il.19.25, and therefore he rejected as spurious 4.140, 149, cf. Sch.Il.4.140, 11.266, 18.351.<br><span class="bld">II</span> after Hom. (esp. in Hp.) generally, [[wound]], whether recent or not, [[κίνδυνος]] ἂν εἴη συρραγῆναι τὰς ὠ. Hp.Art.11; also, the [[mark]] of a [[wound]], [[scar]], ὅταν τὰ ἕλκεα ἐς ὠτειλὰς ἴῃ ibid., cf. Ruf.Ren.Ves. Praef.: [[ulcer]], Gal.19.157:—once in X., τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν τὰς ὠτειλὰς [φανερὰς add. codd. plerique] εἶχεν An.1.9.6, cf. Plu.Cor. 14, 2.276d, Jul.Caes.309c. (Prob. fr. [[οὐτάω]] (so Sch.A Il.14.518); cf. [[οὐτάμενος|οὐταμένη]] ὠτειλή Il.14.518, 17.86; Aeol. [[ὀτέλλα]] (sic) Jo.Gramm. Comp. (in Hoffmann ''Die griechischen Dialekte'' ii.488); cf. [[γατειλαί]] (for ϝατ-) and βωτεάζειν, [[βωτάζειν]]).)
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[wound]], esp. a [[fresh]], [[open]] [[wound]], Il. (acc. to Ammon. Diff.pp.104,144, opp. [[οὐλή]]) ; δεῖξεν . . αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Il.5.870; αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξὠ. 11.266, cf. 17.297; δόρυ χάλκεον ἐξὠ. εἴρυσε 16.862; ὠτειλὴν . . δῆσαν ἐπισταμένως Od.19.456;—Aristarch. considered [[ὠτειλή]] as restricted in Hom. to a [[wound inflicted hand to hand]], not by a missile, χαλκοτύπους ὠ. Il.19.25, and therefore he rejected as spurious 4.140, 149, cf. Sch.Il.4.140, 11.266, 18.351.<br><span class="bld">II</span> after Hom. (esp. in Hp.) generally, [[wound]], whether recent or not, [[κίνδυνος]] ἂν εἴη συρραγῆναι τὰς ὠ. Hp.Art.11; also, the [[mark]] of a [[wound]], [[scar]], ὅταν τὰ ἕλκεα ἐς ὠτειλὰς ἴῃ ibid., cf. Ruf.Ren.Ves. Praef.: [[ulcer]], Gal.19.157:—once in X., τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν τὰς ὠτειλὰς [φανερὰς add. codd. plerique] εἶχεν An.1.9.6, cf. Plu.Cor. 14, 2.276d, Jul.Caes.309c. (Prob. fr. [[οὐτάω]] (so Sch.A Il.14.518); cf. [[οὐτάμενος|οὐταμένη]] ὠτειλή Il.14.518, 17.86; Aeol. [[ὀτέλλα]] (sic) Jo.Gramm. Comp. (in Hoffmann ''Die griechischen Dialekte'' ii.488); cf. [[γατειλαί]] (for ϝατ-) and βωτεάζειν, [[βωτάζειν]]).)
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />blessure :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> blessure fraîche, ouverte;<br /><b>2</b> blessure fermée, cicatrice <i>en prose touj. en ce sens</i>.<br />'''Étymologie:''' [[οὐτάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠτειλή''': ἡ, [[τραῦμα]], [[μάλιστα]] δὲ πρόσφατον, ἀνοικτὸν [[τραῦμα]], Ἰλ. (κατὰ τὸν Ἀμμών. σ. 107, 150, ἀντίθετον τῷ [[οὐλή]])· δεῖξεν δ’ ἄμβροτον [[αἷμα]] καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Ἰλ. Ε. 870· αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Λ. 266, πρβλ. Ρ. 297· [[δόρυ]] χάλκεον ἐξ ὠτ. εἴρυσε Π. 862, πρβλ. Ὀδ. Κ. 164· ὠτειλὴν.. δῆσαν ἐπισταμένως Ὀδ. Τ. 456 ― ὁ Ἀρίστρχ. ἐδέχετο ὅτι τὸ ὠτειλὴ σημαίνει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον [[τραῦμα]] προξενούμενον ἐν συμπλοκῇ ἐκ τοῦ [[συστάδην]], δι’ ὅπλου ὃν ὁ πλήττων κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα καὶ οὐχὶ διὰ βέλους ἢ ἀκοντίου ῥιπτομένου, ὠτ. χαλκοτύπους Ἰλ. Τ. 25, διὸ ὠβέλιζεν ὡς νόθους τοὺς ἐν τῷ Δ. στίχ. 140, 149· ἴδε Lebrs Aristarch. 69. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[λέξις]] [[κυρίως]] ἀναφαίνεται ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ., παρ’ ὧ κεῖται ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ τραύματος [[εἴτε]] προσφάτου [[εἴτε]] μή, 788Α, κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[σημεῖον]] ἰαθέντος τραύματος, [[οὐλή]], 789C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], = ἔλκος. Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ.· ― [[ἅπαξ]] παρὰ Ξεν., τὰς ὠτειλὰς εἶχε, τὰ σημεῖα τοῦ τραύματος, Ἀνάβ. 1. 9, 6· οὕτω, Πλουτ. Κοριολ. 14., 2. 276C. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[οὐτάω]], τρεπομένου τοῦ ου εἰς ω, ὡς ἐν τῇ Δωρικῇ διαλέκτῳ· πρβλ. οὐταμένη ὠτειλὴ Ἰλ. Ξ. 518, Ρ. 86).
|lstext='''ὠτειλή''': ἡ, [[τραῦμα]], [[μάλιστα]] δὲ πρόσφατον, ἀνοικτὸν [[τραῦμα]], Ἰλ. (κατὰ τὸν Ἀμμών. σ. 107, 150, ἀντίθετον τῷ [[οὐλή]])· δεῖξεν δ’ ἄμβροτον [[αἷμα]] καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Ἰλ. Ε. 870· αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Λ. 266, πρβλ. Ρ. 297· [[δόρυ]] χάλκεον ἐξ ὠτ. εἴρυσε Π. 862, πρβλ. Ὀδ. Κ. 164· ὠτειλὴν.. δῆσαν ἐπισταμένως Ὀδ. Τ. 456 ― ὁ Ἀρίστρχ. ἐδέχετο ὅτι τὸ ὠτειλὴ σημαίνει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον [[τραῦμα]] προξενούμενον ἐν συμπλοκῇ ἐκ τοῦ [[συστάδην]], δι’ ὅπλου ὃν ὁ πλήττων κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα καὶ οὐχὶ διὰ βέλους ἢ ἀκοντίου ῥιπτομένου, ὠτ. χαλκοτύπους Ἰλ. Τ. 25, διὸ ὠβέλιζεν ὡς νόθους τοὺς ἐν τῷ Δ. στίχ. 140, 149· ἴδε Lebrs Aristarch. 69. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[λέξις]] [[κυρίως]] ἀναφαίνεται ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ., παρ’ ὧ κεῖται ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ τραύματος [[εἴτε]] προσφάτου [[εἴτε]] μή, 788Α, κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[σημεῖον]] ἰαθέντος τραύματος, [[οὐλή]], 789C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], = ἔλκος. Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ.· ― [[ἅπαξ]] παρὰ Ξεν., τὰς ὠτειλὰς εἶχε, τὰ σημεῖα τοῦ τραύματος, Ἀνάβ. 1. 9, 6· οὕτω, Πλουτ. Κοριολ. 14., 2. 276C. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[οὐτάω]], τρεπομένου τοῦ ου εἰς ω, ὡς ἐν τῇ Δωρικῇ διαλέκτῳ· πρβλ. οὐταμένη ὠτειλὴ Ἰλ. Ξ. 518, Ρ. 86).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />blessure :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> blessure fraîche, ouverte;<br /><b>2</b> blessure fermée, cicatrice <i>en prose touj. en ce sens</i>.<br />'''Étymologie:''' [[οὐτάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth