βία: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας (ἡ) :<br />force :<br /><b>1</b> force vitale ; ἀφαιρεῖσθαι βίας χαλκῷ OD trancher la vie par le fer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> force du corps, vigueur ; <i>par périphr.</i> [[βίη]] <i>(ion.)</i> Διομήδεος IL, [[βία]] Τυδέως ESCHL la force de Diomède, de Tydée, <i>etc., càd</i> le vaillant Diomède, le vaillant Tydée, <i>etc.</i> ; [[βίη]] Ἐτεοκληείη IL, [[βίη]] Ἡρακληείη IL le valeureux Étéocle, le robuste Hèraklès. <i>etc. ; en parl. de choses (force du vent, etc.)</i>;<br /><b>3</b> emploi de la force, violence ; βίᾳ τινός ATT en dépit de qqn <i>ou</i> de qch ; πρὸς βίαν [[ἐμοῦ]] malgré moi ; <i>adv.</i> • βίᾳ, <i>(ion.)</i> βίῃ, • [[βίηφι]] OD par force, de force, τινος malgré qqn ; βίας [[γραφή]] PLUT accusation de violence.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> vis.
|btext=ας (ἡ) :<br />force :<br /><b>1</b> force vitale ; ἀφαιρεῖσθαι βίας χαλκῷ OD trancher la vie par le fer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> force du corps, vigueur ; <i>par périphr.</i> [[βίη]] <i>(ion.)</i> Διομήδεος IL, [[βία]] Τυδέως ESCHL la force de Diomède, de Tydée, <i>etc., càd</i> le vaillant Diomède, le vaillant Tydée, <i>etc.</i> ; [[βίη]] Ἐτεοκληείη IL, [[βίη]] Ἡρακληείη IL le valeureux Étéocle, le robuste Hèraklès. <i>etc. ; en parl. de choses (force du vent, etc.)</i>;<br /><b>3</b> emploi de la force, violence ; βίᾳ τινός ATT en dépit de qqn <i>ou</i> de qch ; πρὸς βίαν [[ἐμοῦ]] malgré moi ; <i>adv.</i> • βίᾳ, <i>(ion.)</i> βίῃ, • [[βίηφι]] OD par force, de force, τινος malgré qqn ; βίας [[γραφή]] PLUT accusation de violence.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> vis.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βία''': Ἰων: βίη, ἡ, Ἐπ. δοτ. βίῃφι Ὀδ. Ζ. 4· - σωματικὴ [[ἰσχύς]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], Ὅμ., κτλ.· [[συχνάκις]] ὡς τὸ ἴς, σχηματίζον περίφρασιν τοῦ ὀνόματος ἰσχυρῶν ἀνδρῶν, [[οἷον]], βίη, Ἡρακληείη Ἰλ. Β. 658. ἔνύα ἀκολουθεῖ ἡ μετοχ. πέρσας κατ’ ἀρσ. γένος, πρβλ. Λ. 690· βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, κτλ.· βίη Διομήδεος Ε. 781· ἐν Ἡσ. Θ. 332, ἴς .. βίης Ἡρακληείης· οὕτω παρὰ τοῖς Τραγ., Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Αἰσχύλ. Θήβ. 571, 577, κτλ· φίλτατ’ Αἰγίσθου β., ὡς εἰ εἶχε γράψει Αἴγισθε, ὁ αὐτ. Χο. 893· [[θήρειος]] β., = Κένταυροι, Σοφ. Τρ. 1059. 2) προσωποπ., Κράτος Βία τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12. 3) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, οὐκ ἔστι βίη φρεσὶν Ἱλ. Γ. 45. ΙΙ. βία, [[πρᾶξις]] βίας, ἐφαρμογὴ βίας, [[βίαιος]] [[τρόπος]], [[ὕβρις]] τε βίη τε Ὀδ. Ο. 329· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς Λ. 117., Π. 189· βίαι ἀνέμων Ἰλ. Π. 213· - ἰδίως παρ΄ Ἀττ., βἰᾳ τινός, [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς τινος, παρὰ τὴν θέλησιν [[αὐτοῦ]], Αισχύλ. Θήβ. 746, Σοφ. Ἀντ. 791, Θουκ. 1. 43, κτλ· βίᾳ φρενῶν Αίσχύλ. Θήβ. 612· β. καρδίας ὁ αὐτ. Ἱκ. 798· [[ὡσαύτως]], βίᾳ μόνον, ὡς ἐπίρρ. διὰ τῆς βίας. Ὀδ. Ο. 231, Ἡρόδ. 6. 5. Αἰσχύλ. Πρ. 74, κ. ἀλλ. – οὕτω, πρὸς βίαν τινὸς ὁ αὐτ. Εὐμ. 5· καὶ μόνον, πρὸς βίαν ὁ αὐτ. Πρ. 208, Σοφ. Ο. Τ. 805, Ἀριστοφ. Σφηξ. 443, κτλ· ἀντίθ. τῷ [[ἑκών]], Πλάτ. Φαίδρ. 236D· ἐκ βίας Σοφ. Φ. 563, 945, 985· ὑπὸ βίης Ἡρόδ. 6. 107· - ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας εἰ καὶ φιλικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ [[Διός]], εὐμενεῖ βίᾳ κτίσας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1068.
|elnltext=βίᾱ -ας, ἡ, ep. en Ion. [[βίη]], Hom. dat. [[βίηφι]]<br /><b class="num">1.</b> lichaamskracht:; βίῃ πολὺ [[φέρτερος]] [[εἶναι]] veel sterker zijn in lichaamskracht Il. 15.165; ter omschrijving van persoon; Πατρόκλοιο [[βίη]] de sterke Patroclus Il. 17.187; kracht:. [[οὐκ]] ἔστι [[βίη]] φρεσί er is geen mentale kracht Il. 3.45.<br /><b class="num">2.</b> gewelddaad, meestal plur.:; κείνων γε βίας ἀποτίσεαι je zult hun gewelddaden bestraffen Od. 11.118; spec. verkrachting. Lys. 1.32.<br /><b class="num">3.</b> adv. βίᾳ met geweld; ook met prep..; ἐκ βίας Soph. Ph. 563; πρὸς βίαν Aeschl. PV 208; ὑπὸ βίης Hdt. 6.107.3; met gen. tegen de zin van:. βίᾳ πολιτῶν tegen de zin van de burgers Soph. Ant. 79.
}}
{{elru
|elrutext='''βία:''' эп.-ион. [[βίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> жизненная сила, жизнь; βίας τινὸς ἀφελεῖσθαι Hom. убить кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[сила]], [[мощь]] ([[κάρτος]] τε β. τε Hom.; ἡ ἐν τοῖς λόγοις β. Arst.): βίην καὶ χεῖρας [[ἀμείνων]] Hom. превосходящий силой рук; ἰσχὺς [[ἀμήχανος]] τῆς βίας Arst. огромная сила напора; μετὰ βίας πολλῆς Plut. с огромной силой; (в описаниях) сильный, могучий, могущественный (Πριάμοιο β. Hom.; Πολυνείκους β. Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[сила]], [[насилие]], [[принуждение]]: βίᾳ (βίῃ) и [[βίηφι]] Hom., Aesch., ἐκ βίας Soph., ὑπο и διὰ βίας Plat., ἀπὸ βίας Diod. силой, насильно; πρὸς βίαν Aesch., Plat.; по принуждению, поневоле, насильно; βίᾳ τινός Aesch., Eur., Thuc., Plat., Dem. наперекор кому(чему)-л.; αἱ βίᾳ πράξεις Plat. насильственные действия; βίας [[γραφή]] юр. Plut. жалоба на насилие.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[strength]], [[force]] (Il.).<br />Dialectal forms: Ion. [[βίη]]<br />Compounds: [[ὑπέρβιος]] (Il.), [[ἀντίβιος]] (Il.) etc.<br />Derivatives: [[βίαιος]] [[violent]] (Od.); [[βιατάς]] m. [[strong]] (Alkm.). Denom. Verb [[βιάομαι]], [[βιάω]] (Il.), [[βιάζομαι]], [[βιάζω]] (Il). [[βιασμός]] (Eup.), [[βιαστήρ]] (Gorg.) [[violent man]], [[βιαστικός]] [[using violence]] (Pl.). - [[βινέω]] s. v.<br />Origin: IE [Indo-European] [469] <b class="b2">*gʷei-</b> [[conquer]], [[force]]<br />Etymology: Identical with Skt. <b class="b2">jáyati</b> [[conquer]]; therefore one reconstructs <b class="b2">*gʷei-</b>. Not to Skt. <b class="b2">j(i)yā́</b> [[robbery]]?, as Av. [[ziia]] points to <b class="b2">*ǵh-</b>; Mayrh. EWAia 1, 574.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[bodily]] [[strength]], [[force]], [[power]], [[might]], Hom., etc.; periphr. βίη Ἡρακληείη the [[strength]] of [[Hercules]], i. e. the [[strong]] [[Hercules]], Il.; βίη Διομήδεος Il.; Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> of the [[mind]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[force]], an act of [[violence]], Od.; in plural, Od.; in [[attic]], βίαι τινός [[against]] one's [[will]], in [[spite]] of him, Aesch., Thuc., etc.; βίαι φρενῶν Aesch.; also βίαι [[alone]] as an adv., [[perforce]], Od., etc.; so, πρὸς βίαν τινός and πρὸς βίαν [[alone]], Aesch.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 40: Line 49:
|lsmtext='''βία:''' Ιων. [[βίη]], <i>ἡ</i>, Επικ. δοτ. [[βίῃφι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> σωματική, [[φυσική]] [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[ικανότητα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· περίφρ., [[βίη]] Ἡρακληείη, η [[δύναμη]] του Ηρακλή, δηλ. ο [[δυνατός]] Ηρακλής, σε Ομήρ. Ιλ.· [[βίη]] Διομήδεος, στο ίδ.· Τυδέως [[βία]], Πολυνείκους [[βία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[διάνοια]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[βία]], [[πράξη]] βιαιότητας, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., στο ίδ.· στην Αττ., <i>βίᾳ τινός</i>, ενάντια στη [[θέληση]] κάποιου, [[παρά]] τη θέλησή του, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· <i>βίᾳ φρενῶν</i>, σε Αισχύλ.· επίσης, <i>βίᾳ</i> μόνο του ως επίρρ., κατ' ανάγκην, καταναγκαστικά, [[διά]] της βίας, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>πρὸς βίαν τινός</i> και <i>πρὸς βίαν</i> μόνο του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''βία:''' Ιων. [[βίη]], <i>ἡ</i>, Επικ. δοτ. [[βίῃφι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> σωματική, [[φυσική]] [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[ικανότητα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· περίφρ., [[βίη]] Ἡρακληείη, η [[δύναμη]] του Ηρακλή, δηλ. ο [[δυνατός]] Ηρακλής, σε Ομήρ. Ιλ.· [[βίη]] Διομήδεος, στο ίδ.· Τυδέως [[βία]], Πολυνείκους [[βία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[διάνοια]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[βία]], [[πράξη]] βιαιότητας, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., στο ίδ.· στην Αττ., <i>βίᾳ τινός</i>, ενάντια στη [[θέληση]] κάποιου, [[παρά]] τη θέλησή του, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· <i>βίᾳ φρενῶν</i>, σε Αισχύλ.· επίσης, <i>βίᾳ</i> μόνο του ως επίρρ., κατ' ανάγκην, καταναγκαστικά, [[διά]] της βίας, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>πρὸς βίαν τινός</i> και <i>πρὸς βίαν</i> μόνο του, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βία:''' эп.-ион. [[βίη]] <br /><b class="num">1)</b> жизненная сила, жизнь; βίας τινὸς ἀφελεῖσθαι Hom. убить кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[сила]], [[мощь]] ([[κάρτος]] τε β. τε Hom.; ἡ ἐν τοῖς λόγοις β. Arst.): βίην καὶ χεῖρας [[ἀμείνων]] Hom. превосходящий силой рук; ἰσχὺς [[ἀμήχανος]] τῆς βίας Arst. огромная сила напора; μετὰ βίας πολλῆς Plut. с огромной силой; (в описаниях) сильный, могучий, могущественный (Πριάμοιο β. Hom.; Πολυνείκους β. Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[сила]], [[насилие]], [[принуждение]]: βίᾳ (βίῃ) и [[βίηφι]] Hom., Aesch., ἐκ βίας Soph., ὑπο и διὰ βίας Plat., ἀπὸ βίας Diod. силой, насильно; πρὸς βίαν Aesch., Plat.; по принуждению, поневоле, насильно; βίᾳ τινός Aesch., Eur., Thuc., Plat., Dem. наперекор кому(чему)-л.; αἱ βίᾳ πράξεις Plat. насильственные действия; βίας [[γραφή]] юр. Plut. жалоба на насилие.
|lstext='''βία''': Ἰων: βίη, ἡ, Ἐπ. δοτ. βίῃφι Ὀδ. Ζ. - σωματικὴ [[ἰσχύς]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], Ὅμ., κτλ.· [[συχνάκις]] ὡς τὸ ἴς, σχηματίζον περίφρασιν τοῦ ὀνόματος ἰσχυρῶν ἀνδρῶν, [[οἷον]], βίη, Ἡρακληείη Ἰλ. Β. 658. ἔνύα ἀκολουθεῖ ἡ μετοχ. πέρσας κατ’ ἀρσ. γένος, πρβλ. Λ. 690· βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, κτλ.· βίη Διομήδεος Ε. 781· ἐν Ἡσ. Θ. 332, ἴς .. βίης Ἡρακληείης· οὕτω παρὰ τοῖς Τραγ., Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Αἰσχύλ. Θήβ. 571, 577, κτλ· φίλτατ’ Αἰγίσθου β., ὡς εἰ εἶχε γράψει Αἴγισθε, ὁ αὐτ. Χο. 893· [[θήρειος]] β., = Κένταυροι, Σοφ. Τρ. 1059. 2) προσωποπ., Κράτος Βία τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12. 3) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, οὐκ ἔστι βίη φρεσὶν Ἱλ. Γ. 45. ΙΙ. βία, [[πρᾶξις]] βίας, ἐφαρμογὴ βίας, [[βίαιος]] [[τρόπος]], [[ὕβρις]] τε βίη τε Ὀδ. Ο. 329· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς Λ. 117., Π. 189· βίαι ἀνέμων Ἰλ. Π. 213· - ἰδίως παρ΄ Ἀττ., βἰᾳ τινός, [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς τινος, παρὰ τὴν θέλησιν [[αὐτοῦ]], Αισχύλ. Θήβ. 746, Σοφ. Ἀντ. 791, Θουκ. 1. 43, κτλ· βίᾳ φρενῶν Αίσχύλ. Θήβ. 612· β. καρδίας ὁ αὐτ. Ἱκ. 798· [[ὡσαύτως]], βίᾳ μόνον, ὡς ἐπίρρ. διὰ τῆς βίας. Ὀδ. Ο. 231, Ἡρόδ. 6. 5. Αἰσχύλ. Πρ. 74, κ. ἀλλ. – οὕτω, πρὸς βίαν τινὸς ὁ αὐτ. Εὐμ. 5· καὶ μόνον, πρὸς βίαν ὁ αὐτ. Πρ. 208, Σοφ. Ο. Τ. 805, Ἀριστοφ. Σφηξ. 443, κτλ· ἀντίθ. τῷ [[ἑκών]], Πλάτ. Φαίδρ. 236D· ἐκ βίας Σοφ. Φ. 563, 945, 985· ὑπὸ βίης Ἡρόδ. 6. 107· - ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας εἰ καὶ φιλικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ [[Διός]], εὐμενεῖ βίᾳ κτίσας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1068.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[strength]], [[force]] (Il.).<br />Dialectal forms: Ion. [[βίη]]<br />Compounds: [[ὑπέρβιος]] (Il.), [[ἀντίβιος]] (Il.) etc.<br />Derivatives: [[βίαιος]] [[violent]] (Od.); [[βιατάς]] m. [[strong]] (Alkm.). Denom. Verb [[βιάομαι]], [[βιάω]] (Il.), [[βιάζομαι]], [[βιάζω]] (Il). [[βιασμός]] (Eup.), [[βιαστήρ]] (Gorg.) [[violent man]], [[βιαστικός]] [[using violence]] (Pl.). - [[βινέω]] s. v.<br />Origin: IE [Indo-European] [469] <b class="b2">*gʷei-</b> [[conquer]], [[force]]<br />Etymology: Identical with Skt. <b class="b2">jáyati</b> [[conquer]]; therefore one reconstructs <b class="b2">*gʷei-</b>. Not to Skt. <b class="b2">j(i)yā́</b> [[robbery]]?, as Av. [[ziia]] points to <b class="b2">*ǵh-</b>; Mayrh. EWAia 1, 574.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[bodily]] [[strength]], [[force]], [[power]], [[might]], Hom., etc.; periphr. βίη Ἡρακληείη the [[strength]] of [[Hercules]], i. e. the [[strong]] [[Hercules]], Il.; βίη Διομήδεος Il.; Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> of the [[mind]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[force]], an act of [[violence]], Od.; in plural, Od.; in [[attic]], βίαι τινός [[against]] one's [[will]], in [[spite]] of him, Aesch., Thuc., etc.; βίαι φρενῶν Aesch.; also βίαι [[alone]] as an adv., [[perforce]], Od., etc.; so, πρὸς βίαν τινός and πρὸς βίαν [[alone]], Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=βίᾱ -ας, ἡ, ep. en Ion. [[βίη]], Hom. dat. [[βίηφι]]<br /><b class="num">1.</b> lichaamskracht:; βίῃ πολὺ [[φέρτερος]] [[εἶναι]] veel sterker zijn in lichaamskracht Il. 15.165; ter omschrijving van persoon; Πατρόκλοιο [[βίη]] de sterke Patroclus Il. 17.187; kracht:. [[οὐκ]] ἔστι [[βίη]] φρεσί er is geen mentale kracht Il. 3.45.<br /><b class="num">2.</b> gewelddaad, meestal plur.:; κείνων γε βίας ἀποτίσεαι je zult hun gewelddaden bestraffen Od. 11.118; spec. verkrachting. Lys. 1.32.<br /><b class="num">3.</b> adv. βίᾳ met geweld; ook met prep..; ἐκ βίας Soph. Ph. 563; πρὸς βίαν Aeschl. PV 208; ὑπὸ βίης Hdt. 6.107.3; met gen. tegen de zin van:. βίᾳ πολιτῶν tegen de zin van de burgers Soph. Ant. 79.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe