βυσσοδομεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=bâtir au fond (de son esprit <i>ou</i> de son cœur), <i>càd</i> machiner secrètement, <i>d'ord. en mauv. part</i> : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.<br />'''Étymologie:''' [[βυσσός]], [[δομέω]].
|btext=bâtir au fond (de son esprit <i>ou</i> de son cœur), <i>càd</i> machiner secrètement, <i>d'ord. en mauv. part</i> : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.<br />'''Étymologie:''' [[βυσσός]], [[δομέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βυσσοδομεύω''': ([[δομέω]]) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, [[ὅθεν]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ [[βάθος]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν [[σκέπτομαι]] καὶ [[κρίνω]], Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· [[ὡσαύτως]], μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― [[ὡσαύτως]] -[[δομέω]] Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.
|elnltext=[[βυσσοδομεύω]] [[βυσσός]], [[δέμω]] in de diepte bouwen, alleen overdr.<br /><b class="num">1.</b> beramen, broeden op:. κακά kwade plannen Od. 17.66; μύθους plannen Od. 4.676.<br /><b class="num">2.</b> diep koesteren:. βυσσοδομεύει τὴν ὀργήν hij koestert een diepe woede Luc. 15.24.
}}
{{elru
|elrutext='''βυσσοδομεύω:''' [[втайне замышлять]], [[тайно затевать]], [[обдумывать про себя]] (κακά, μύθους ἐνὶ φρεσί Hom.; δόλον φρεσί Hes.): ὀργὴν β. Luc. таить в себе злобу.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''βυσσοδομεύω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., ([[δομέω]]), [[χτίζω]] σε [[βάθος]]· μεταφ., [[επωάζω]] μέσα μου μια [[σκέψη]], την [[αναδεύω]] στα [[βάθη]] της ψυχής μου, [[συλλογίζομαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''βυσσοδομεύω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., ([[δομέω]]), [[χτίζω]] σε [[βάθος]]· μεταφ., [[επωάζω]] μέσα μου μια [[σκέψη]], την [[αναδεύω]] στα [[βάθη]] της ψυχής μου, [[συλλογίζομαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βυσσοδομεύω:''' [[втайне замышлять]], [[тайно затевать]], [[обдумывать про себя]] (κακά, μύθους ἐνὶ φρεσί Hom.; δόλον φρεσί Hes.): ὀργὴν β. Luc. таить в себе злобу.
|lstext='''βυσσοδομεύω''': ([[δομέω]]) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, [[ὅθεν]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ [[βάθος]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν [[σκέπτομαι]] καὶ [[κρίνω]], Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· [[ὡσαύτως]], μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― [[ὡσαύτως]] -[[δομέω]] Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βυσσοδομεύω]] [[βυσσός]], [[δέμω]] in de diepte bouwen, alleen overdr.<br /><b class="num">1.</b> beramen, broeden op:. κακά kwade plannen Od. 17.66; μύθους plannen Od. 4.676.<br /><b class="num">2.</b> diep koesteren:. βυσσοδομεύει τὴν ὀργήν hij koestert een diepe woede Luc. 15.24.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj