3,273,325
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> vie, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> la vie en soi, l'existence : ὁ καθ’ ἡμέραν [[βίος]] SOPH la vie de chaque jour ; [[ζώειν]] ἀγαθὸν βίον OD vivre d'une vie heureuse ; λάγω βίον [[ζῆν]] DÉM vivre une vie de lièvre (toujours tremblant et craintif);<br /><b>2</b> temps de la vie, durée de la vie;<br /><b>3</b> condition de vie, genre de vie;<br /><b>4</b> <i>p. ext. c.</i> [[ζωή]] souffle de vie;<br /><b>II.</b> moyen de vivre, moyens d'existence, ressources pour vivre ; [[βίος]] [[ὀλίγος]] AR ressources pour vivre modiques ; βίον ἔχειν [[ἀπό]] τινος XÉN vivre de qch (de l'agriculture, <i>etc.</i>) ; βίον ποιεῖσθαι THC se procurer des ressources pour vivre ; ἀποστερεῖν τὸν βίον SOPH enlever (à qqn) le moyen de vivre ; fortune ; <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> [[βίος]] βίου δεόμενος [[οὐκ]] ἔστιν [[βίος]] la vie sans moyens de vivre, ce n’est pas une vie;<br /><b>III.</b> récit d'une vie, biographie ; Βίοι παράλληλοι « Vies mises en parallèle », <i>titre d'un ouvrage de Plutarque</i>.<br />'''Étymologie:''' R. ΒιϜ > Βι, vivre ; <i>lat.</i> vivo, vita, etc. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> vie, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> la vie en soi, l'existence : ὁ καθ’ ἡμέραν [[βίος]] SOPH la vie de chaque jour ; [[ζώειν]] ἀγαθὸν βίον OD vivre d'une vie heureuse ; λάγω βίον [[ζῆν]] DÉM vivre une vie de lièvre (toujours tremblant et craintif);<br /><b>2</b> temps de la vie, durée de la vie;<br /><b>3</b> condition de vie, genre de vie;<br /><b>4</b> <i>p. ext. c.</i> [[ζωή]] souffle de vie;<br /><b>II.</b> moyen de vivre, moyens d'existence, ressources pour vivre ; [[βίος]] [[ὀλίγος]] AR ressources pour vivre modiques ; βίον ἔχειν [[ἀπό]] τινος XÉN vivre de qch (de l'agriculture, <i>etc.</i>) ; βίον ποιεῖσθαι THC se procurer des ressources pour vivre ; ἀποστερεῖν τὸν βίον SOPH enlever (à qqn) le moyen de vivre ; fortune ; <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> [[βίος]] βίου δεόμενος [[οὐκ]] ἔστιν [[βίος]] la vie sans moyens de vivre, ce n’est pas une vie;<br /><b>III.</b> récit d'une vie, biographie ; Βίοι παράλληλοι « Vies mises en parallèle », <i>titre d'un ouvrage de Plutarque</i>.<br />'''Étymologie:''' R. ΒιϜ > Βι, vivre ; <i>lat.</i> vivo, vita, etc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βίος]] -ου, ὁ<br /><b class="num">1.</b> leven, bestaan (meestal van een mens):; εἰ κείνος... τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύει als hij mijn bestaan verzorgt Od. 18.254; βίον διαγαγεῖν (zijn) leven leiden Aristoph. Pax 439; λαγὼ βίον ἔζης [[δεδιώς]] in je angst leefde jij het leven van een haas Dem. 18.263; zelden plur..; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι; welke soorten van leven zijn er en hoeveel? Plat. Lg. 733d; voor levensduur; ἐπὶ [[τοῦ]] [[σοῦ]] βίου tijdens jouw leven Plat. Phaedr. 242a; voor levensbeschrijving; περὶ τὴν [[τῶν]] βίων παραλλήλων ἀναγραφήν bij het opschrijven van de parallelle levens(beschrijvingen) Plut. Thes. 1.2; poët. voor levensadem. βίον ἐκπνεῖν de laatste adem uitblazen Aeschl. Ag. 1517.<br /><b class="num">2.</b> levensmiddelen, middelen van bestaan, voorraad:. [[ᾧτινι]] μὴ [[βίος]] [[ἔνδον]]... κατάκειται wie niet genoeg levensmiddelen in huis heeft Hes. Op. 31; ὁ καθ’ ἡμέραν [[βίος]] mijn dagelijks onderhoud Soph. OC 1364; [[βίος]] [[ὀλίγος]] karige middelen van bestaan Aristoph. Pl. 751; ἰσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους met gelijke middelen van bestaan Plut. Lyc. 8.3.<br /><b class="num">3.</b> post-klass. wereld, mensheid:. ἐκκαθαίρων τὸν βίον de wereld schoon makend Luc. 79.15. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βίος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[жизнь]]: [[ζώειν]] ἀγαθὸν βίον Hom. счастливо жить; ὁ καθ᾽ ἡμεραν β. Soph., Arst. повседневная жизнь; βίον ἐκπνεῖν Aesch. и τελευτᾶν Isocr. закончить жизнь, умереть; ἐπὶ τοῦ σοῦ βίου Plat. в течение твоей жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[образ жизни]] ([[νομαδικός]], [[γεωργικός]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[средства к жизни]] (βίον ἔχειν ἀπὸ γεωργίας Xen.): βίον ποιεῖσθαι Thuc. и [[κτᾶσθαι]] Eur. добывать средства к жизни;<br /><b class="num">4)</b> [[свет]], [[общество]] (ἐκκαθαίρειν τὸν βίον Luc.): οἱ ἀπὸ τοῦ βίου Sext. люди с мирскими интересами, практики;<br /><b class="num">5)</b> [[жизнеописание]] (βίοι παράλλελοι Plut.). | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[βιω-]] | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 43: | Line 49: | ||
|lsmtext='''βίος:''' [ῐ]ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βίος]], δηλ. όχι η [[ζωή]] που κυριολεκτικά σημαίνει τον κύκλο ύπαρξης των ζώων ([[ζωή]]), [[αλλά]] η [[κατάσταση]] του βίου, [[τρόπος]] διαβίωσης, Λατ. [[vita]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στον πληθ., <i>τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι;</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> στους ποιητές, [[βίος]] = [[ζωή]]· <i>βίον ἐκπνεῖν</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἀποψύχειν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> η [[διάρκεια]] της ζωής, ο [[χρόνος]] της ζωής, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> τα μέσα προς [[ζωή]], το [[εισόδημα]], [[περιουσία]], τα προς το ζην, Λατ. [[victus]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸν βίον ποιεῖσθαι ἀπό τινος, πορίζομαι τα προς το ζην από [[κάτι]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[έκθεση]] της ζωής, [[βιογραφία]], όπως οι βιογραφίες του Πλουτ. | |lsmtext='''βίος:''' [ῐ]ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βίος]], δηλ. όχι η [[ζωή]] που κυριολεκτικά σημαίνει τον κύκλο ύπαρξης των ζώων ([[ζωή]]), [[αλλά]] η [[κατάσταση]] του βίου, [[τρόπος]] διαβίωσης, Λατ. [[vita]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στον πληθ., <i>τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι;</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> στους ποιητές, [[βίος]] = [[ζωή]]· <i>βίον ἐκπνεῖν</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἀποψύχειν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> η [[διάρκεια]] της ζωής, ο [[χρόνος]] της ζωής, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> τα μέσα προς [[ζωή]], το [[εισόδημα]], [[περιουσία]], τα προς το ζην, Λατ. [[victus]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸν βίον ποιεῖσθαι ἀπό τινος, πορίζομαι τα προς το ζην από [[κάτι]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[έκθεση]] της ζωής, [[βιογραφία]], όπως οι βιογραφίες του Πλουτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''βίος''': ὁ, οὐχὶ ἡ τῶν ζῴων [[ἔμψυχος]] [[ὕπαρξις]] (ζωή), ἀλλὰ [[κατάστασις]] ζωῆς, [[τρόπος]] ζωῆς, (διὸ καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, ἴδε Ἀμμών. σ. 30· διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14· ἀλλ. ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 6), ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491· ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν Σ. 254., Τ. 127· αἰῶνα βίοιο Ἡσ. Ἀποσπ. 172. 1 Gottl.· – ἀκολούθως παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι, τὸν μακρὸν β. τείνειν Αἰσχύλ. Πρ. 537· ὁ καθ’ ἡμέραν β. Σοφ. Ο. Κ. 1364· βίον διάγειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 439· τελεῖν Σοφ. Ἀντ. 1114· διατελεῖν Ἰσοκρ. 125Β· διέρχεσθαι Πίνδ. Ι. 4. 7· τελευτᾶν Ἰσοκρ., Πλάτ., κτλ.· [[τέρμα]] βίου περᾶν Σοφ. Ο. Τ. 1530· ὁδὸς βίου Ἰσοκρ. 2Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21· διὰ βίου Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 11, κτλ. – [[ὡσαύτως]], [[βίος]] ζωῆς Πλάτ. Ἐπινομ. 982Α· οὕτω, ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664· ζῆν θαλάττιον βίον Ἀντιφ. Ἐφεσ. 1· ἀμέριμνον ζῆν βίον Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 8· λαγὼ βίον ἔζης δεδιὼς καὶ τρέμων Δημ. 314. 21· σπαν. κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41, Ἄλεξ. Κυβ. 1. 6 καὶ 11, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 291· τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι; Πλάτ. Νόμ. 733D, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 3, Πολ. 1. 8, 4 κἑξ. 2) [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς = ζωή, βίον ἐκπνεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1517· ἀποψύχειν Σοφ. Αἴ. 1031· φείδεσθαι βίου ὁ αὐτ. Φ. 749· νοσφίζειν τινὰ βίου [[αὐτόθι]] 1427, κτλ. 3) ἡ [[διάρκεια]] τῆς ζωῆς, ὁ [[χρόνος]] τῆς ζωῆς, Ἡρόδ. 6. 109, Πλάτ. Φαίδρ. 242Α. ΙΙ. τὰ μέσα πρὸς ζωήν, εἰσόδημα, [[περιουσία]], κτλ. (παρ’ Ὁμ. [[βίοτος]]), [[βίος]] ἐπηετανὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 31, Πίνδ. Ν. 6. 19· τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, πορίζομαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἔκ τινος, ἀποζῶ ἔκ τινος πράγματος, Ἡρόδ. 8. 106, Θουκ. 1. 5, κτλ.· ἀπεστέρηκας τὸν βίον, δηλ. τὸ [[τόξον]] καὶ τὰ βέλη του, Σοφ. Φ. 931, πρβλ. 933, 1282 (ἴδε [[βιοστερής]])· κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις Εὐρ. Ἱκέτ. 450· πλείον’ ἐκμοχθεῖν β. [[αὐτόθι]] 451· β. πολὺς 861· [[ὀλίγος]] Ἀριστοφ. Πλ. 751. ΙΙΙ. ὁ [[κόσμος]] ἐν ᾧ ζῶμεν· οἱ ἀπὸ τοῦ βίου, [[ἐναντίον]] τοῦ οἱ φιλόσοφοι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 49· ἐκκαθαίρειν τὸν β., ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Θ. Διαλ. 13. 1. IV. [[κατοικία]], [[κατοίκησις]], [[διαμονή]], ἐν Θρᾳκίᾳ βίους ἱδρύσαντο Διον. Ἁλ. 1. 68, 72. V. [[βιογραφία]], [[ἔκθεσις]] τοῦ βίου τινός.., οἷαι αἱ τοῦ Πλουτάρχου, ὃ ἴδε, Θησ. 1, πρβλ. Φίλωνα 2. 180. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ [[βιοτή]], [[βίοτος]], [[βιόω]], Λατ. vivo, vivus, vita, victus, ἴδε ζάω· πρβλ. Σανσκρ. giv, ģivâmi (vivo) ģivi- | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |