γάγγραινα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />gangrène.<br />'''Étymologie:''' [[γράω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />gangrène.<br />'''Étymologie:''' [[γράω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γάγγραινα''': , ([[γράω]]) πληγὴ ἢ [[ἀπόστημα]] διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ [[πέριξ]] μέρη, [[ὅπερ]] καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται [[σφάκελος]], Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D.
|elnltext=[[γάγγραινα]] en γάγραινα -ης, ἡ gangreen. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''γάγγραινα:''' ἡ разъедающая язва, поздн. гангрена Plut., NT.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[gangrene]], illness that eats away the flesh (Hp.).<br />Other forms: Cf. <b class="b3">γάγγραινα φαγέδαινα</b>. S <b class="b3">οἱ δε καρκίνος</b> etc. H.<br />Derivatives: [[γαγγραινόομαι]], [[γαγγραίνωσις]] etc. (Hp.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: For the suffix cf. [[φαγέδαινα]]. Basis uncertain; cf. Chantr. Form. 108f., perhaps <b class="b3">*γάγγρων</b>, <b class="b3">*γάγγρος</b>, or <b class="b3">*γάγγρα</b>. Alexander Polyhistor in St. Byz. s. [[Γάγγρα]] gives this word as a goat. In antiquity compared with [[γράω]] [[devour]], which is certainly incorrect. See Solmsen Wortforsch. 231f. Most probably a Pre-Greek word (a-vocalism, <b class="b3">-αινα</b>, prenasalization?). Cf. [[καρκίνος]].
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
Line 31: Line 37:
|mltxt=η (AM [[γάγγραινα]])<br /><b>1.</b> τοπική [[νέκρωση]] των ιστών η οποία προέρχεται από [[πληγή]] ή [[απόστημα]] που προκαλεί [[σήψη]]<br /><b>2.</b> [[αιτία]] που βαθμιαία προκαλεί [[μεγάλη]] [[καταστροφή]] («η [[γάγγραινα]] της εμπάθειας καταστρέφει την ομαλή [[πολιτική]] ζωή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με αναδιπλασιασμό, και [[επίθημα]] -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. [[φαγέδαινα]], λ. με παρόμοια [[σημασία]] και ίδιο [[επίθημα]]). Δεν [[είναι]] γνωστό ποιο [[αρσενικό]] ουσ. χρησιμοποιήθηκε ως [[βάση]] για τον σχηματισμό της λ. Πιθανόν να σχηματίστηκε από τα <i>γάγγρων</i>, <i>γάγγρος</i> ή και <i>γάγγρα</i>, [[ονομασία]] της κατσίκας [[κατά]] τον Αλέξ. Πολυΐστορα (1ος π. Χ. [[αιώνας]]). Οπωσδήποτε η λ. [[πρέπει]] να συνδέεται με το [[γράω]] «[[τρώω]], [[ροκανίζω]]», [[χωρίς]] να [[είναι]] βέβαιο αν ο [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] πρωτοεμφανίστηκε στο [[ρήμα]] (<i>γαγγράω</i>, <i>γαγγραίνω</i>) ή στο ουσιαστικό].
|mltxt=η (AM [[γάγγραινα]])<br /><b>1.</b> τοπική [[νέκρωση]] των ιστών η οποία προέρχεται από [[πληγή]] ή [[απόστημα]] που προκαλεί [[σήψη]]<br /><b>2.</b> [[αιτία]] που βαθμιαία προκαλεί [[μεγάλη]] [[καταστροφή]] («η [[γάγγραινα]] της εμπάθειας καταστρέφει την ομαλή [[πολιτική]] ζωή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με αναδιπλασιασμό, και [[επίθημα]] -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. [[φαγέδαινα]], λ. με παρόμοια [[σημασία]] και ίδιο [[επίθημα]]). Δεν [[είναι]] γνωστό ποιο [[αρσενικό]] ουσ. χρησιμοποιήθηκε ως [[βάση]] για τον σχηματισμό της λ. Πιθανόν να σχηματίστηκε από τα <i>γάγγρων</i>, <i>γάγγρος</i> ή και <i>γάγγρα</i>, [[ονομασία]] της κατσίκας [[κατά]] τον Αλέξ. Πολυΐστορα (1ος π. Χ. [[αιώνας]]). Οπωσδήποτε η λ. [[πρέπει]] να συνδέεται με το [[γράω]] «[[τρώω]], [[ροκανίζω]]», [[χωρίς]] να [[είναι]] βέβαιο αν ο [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] πρωτοεμφανίστηκε στο [[ρήμα]] (<i>γαγγράω</i>, <i>γαγγραίνω</i>) ή στο ουσιαστικό].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γάγγραινα:''' ἡ разъедающая язва, поздн. гангрена Plut., NT.
|lstext='''γάγγραινα''': ἡ, ([[γράω]]) πληγὴ ἢ [[ἀπόστημα]] διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ [[πέριξ]] μέρη, [[ὅπερ]] καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται [[σφάκελος]], Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[gangrene]], illness that eats away the flesh (Hp.).<br />Other forms: Cf. <b class="b3">γάγγραινα φαγέδαινα</b>. S <b class="b3">οἱ δε καρκίνος</b> etc. H.<br />Derivatives: [[γαγγραινόομαι]], [[γαγγραίνωσις]] etc. (Hp.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: For the suffix cf. [[φαγέδαινα]]. Basis uncertain; cf. Chantr. Form. 108f., perhaps <b class="b3">*γάγγρων</b>, <b class="b3">*γάγγρος</b>, or <b class="b3">*γάγγρα</b>. Alexander Polyhistor in St. Byz. s. [[Γάγγρα]] gives this word as a goat. In antiquity compared with [[γράω]] [[devour]], which is certainly incorrect. See Solmsen Wortforsch. 231f. Most probably a Pre-Greek word (a-vocalism, <b class="b3">-αινα</b>, prenasalization?). Cf. [[καρκίνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γάγγραινα]] en γάγραινα -ης, ἡ gangreen. Hp.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe